ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΚΟΣ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα μανάβικο συνήθιζε να κάθεται μόνος με τις ώρες στο παράθυρο και να σιγοτραγουδάει τα βράδια, αφού ήταν από τη φύση του ντροπαλός και δυσκολευόταν πολύ να τραγουδήσει με το φως της μέρας μπροστά στα άλλα φρούτα και λαχανικά.
Ώσπου μια ωραία νύχτα με πανσέληνο, έτυχε να περάσει από εκεί κοντά το καρπούζι, το οποίο είχε μεγάλο ταλέντο στο τραγούδι, και να τον ακούσει να ερμηνεύει το αγαπημένο του τραγούδι στο φεγγαρόφως. Εντυπωσιάστηκε πολύ, μα και σάστισε, αφού κανένας στο μανάβικο δεν γνώριζε για το ταλέντο του βασιλικού.
Την επόμενη μέρα, είπε το μυστικό του βασιλικού στα άλλα φρούτα και λαχανικά. "Μάλλον θα ντράπηκε να μας πει ότι είναι τόσο καλός τραγουδιστής", είπε στα άλλα φρούτα και λαχανικά, τα οποία δυσκολεύτηκαν πολύ να το πιστέψουν. Έτσι το βράδυ της ίδιας μέρας κρύφτηκαν πίσω από καφάσια και τελάρα στο μανάβικο και περίμεναν να ακούσουν τον βασιλικό, ο οποίος μπροστά στα έκπληκτα μάτια τους, σκαρφάλωσε στο παράθυρο και αφού γέμισε τα πνευμόνια του καθαρό αέρα, άρχισε να τραγουδάει τόσο μαγευτικά που θύμιζε αηδόνι.
Μόλις όμως έκαναν να βγουν από τις κρυψώνες τους για να τον συγχαρούν, αυτός γέμισε ντροπή και σταμάτησε το τραγούδι του. "Έχεις πολύ ταλέντο και σίγουρα μπορείς να τραγουδήσεις μπροστά σε κοινό", του είπαν αυτά και του ζήτησαν να κάνουν συναυλία ώστε να τον ακούσουν όλα μαζί. Αυτός πάλι, κατακόκκινος από ντροπή, σταμάτησε το τραγούδι του και απλά τους υποσχέθηκε ότι θα προσπαθούσε. "Μας συγχωρείς αν σε πιέσαμε... καληνύχτα...", του είπαν και πήγαν να πέσουν για ύπνο.
Την επόμενη μέρα λοιπόν για να επανορθώσουν που τον έφεραν σε δύσκολη θέση, πήγαν και του αγόρασαν ένα μικρόφωνο τυλιγμένο με κόκκινη κορδέλα για να του κάνουν δώρο. Έπειτα άδειασαν το μανάβικο από καφάσια και τελάρα και το μετέτρεψαν σε χώρο κατάλληλο για συναυλία: έβαλαν καρέκλες για το κοινό και στον ένα τοίχο έστησαν εξέδρα με ηχεία. Αφού φώναξαν τον βασιλικό, έβγαλαν το δώρο που του πήραν από το κουτί του και του το παρουσίασαν. Αυτός πέταξε απ' τη χαρά του μόλις το πήρε στα χέρια και με τα πολλά συμφώνησε πως θα τους έδινε τη συναυλία που ζητούσαν.
Έτσι λοιπόν, στρώθηκαν με το καρπούζι στις πρόβες, για να σιγουρέψουν πως ο βασιλικός θα ήταν απόλυτα προετοιμασμένος και πως αν τύχαινε να πάει κάτι στραβά κατά τη διάρκεια της συναυλίας, θα έβρισκε τρόπους να τα μπαλώσει.
Όταν η μεγάλη ώρα ήρθε, τα φρούτα και τα λαχανικά του μανάβικα κάθισαν αναπαυτικά στα καθίσματά τους και περίμεναν τον βασιλικό να βγει επί σκηνής. Με τα πολλά λοιπόν, και αφού είχαν περάσει ώρες ατελείωτες μαζί με το καρπούζι κάνοντας πρόβες, ο ντροπαλός βασιλικός βρήκε το θάρρος να ανέβει στη σκηνή, όμως η φωνή ακούγονταν τρεμάμενη απ' την ντροπή και δεν ακούγονταν καθόλου ωραία. Παρ' όλα αυτά, αυτός συνέχιζε να τραγουδάει, ελπίζοντας πως κάποια στιγμή το τρέμουλο θα του περνούσε. Το ένα μετά το άλλο όμως, τα φρούτα και λαχανικά του μανάβικου άρχισαν να βαριούνται και να χασμουριούνται.
Δεν πρόλαβαν να περάσουν λίγα λεπτά και για κακή του τύχη κόπηκε το ρεύμα στο μανάβικο. Τα φρούτα και τα λαχανικά τρομαγμένα έβγαλαν κεριά και για φακούς για να βλέπουν. Ο καημένος ο βασιλικός πάλι, από τη μια φοβήθηκε που έσβησαν τα φώτα, από την άλλη ένιωσε να ανακουφίζεται, αφού χωρίς ρεύμα δεν θα χρειαζόταν να κάνει συναυλία.
Αφού περίμεναν λοιπόν αρκετή ώρα και είδαν πως το ρεύμα δεν ξαναερχόταν, τα φρούτα και τα λαχανικά απογοητευμένα πήγαν για ύπνο. Ο βασιλικός πάλι, που είδε πως ύπνος δεν του κολλούσε, πήγε για ακόμη μια φορά στο αγαπημένο του σημείο, στο παράθυρο, και άρχισε να σιγοτραγουδάει αντικρίζοντας το φεγγαρόφως. Τόσο πολύ μάλιστα τον συνεπήρε το τραγούδι του, που έκλεισε τα μάτια για να το απολαύσει.
Όταν τα ξανάνοιξε, είδε τριγύρω του όλα τα φρούτα και λαχανικά του κήπου να τον κοιτούν με θαυμασμό και έκπληξη. Αφού τον χειροκρότησαν, παραδέχτηκαν πως δεν του χρειάζεται κανένα μικρόφωνο για να βγάλει την πιο όμορφη φωνή του, παρά μόνο το φως του φεγγαριού.