ΕΝΑ ΣΕΣΚΟΥΛΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα μανάβικο είχε την κακή συνήθεια να θυμώνει εύκολα με τους άλλους και να κοκκινίζει απ' το κακό του. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά πάλι το είχαν πάρει στο ψιλό που άλλαζε χρώμα τόσο εύκολα, και το αποκαλούσαν κοροϊδευτικά "το αγριο σέσκουλο".
Ώσπου μια μέρα, έτυχε να εμφανιστεί στο μανάβικο το παντζάρι ελαιοχρωματιστής, το οποίο είχε μεγάλο ταλέντο στο να βάφει τοίχους. Αφού επισκέφτηκε κάθε γωνιά του μανάβικου και περιεργάστηκε καλά τους χώρους, άρχισε να τους βάφει στα χρώματα του ουρανού, δηλαδή στο γαλάζιο.
Το σέσκουλο, που ως εκείνη τη στιγμή έλειπε βόλτα, θύμωσε πολύ μόλις γύρισε πίσω και είδε τους τοίχους του μανάβικου βαμμένους σε διαφορετικό χρώμα απ' ότι τους άφησε. "Μα καλά, γιατί δε με ρωτήσατε;", ρώτησε αυστηρά τα άλλα φρούτα και λαχανικά, όμως δεν βρέθηκε ούτε έναν να του πει κάτι, αφού το είδαν να γίνεται κατακόκκινο απ' το θυμό του μπροστά τους.
Πάνω στην ώρα μπήκε από την πόρτα του μανάβικου το παντζάρι, το οποίο κρατούσε δυο κουβάδες, έναν με άσπρη και έναν με γαλάζια μπογιά. Μόλις το είδε και κατάλαβε ποιος ήταν ο ένοχος, το σέσκουλο έγινε τόσο κόκκινο από θυμό που μετά βίας θα το ξεχώριζε κανείς από... παντζάρι.
"Τώρα θα γίνει μάχη...", σκέφτηκαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά και έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από καφάσια και τελάρα για να δουν το θέαμα. Το παντζάρι όμως, δίχως να πτοείται, βούτηξε το πινέλο μέσα στην άσπρη μπογιά και άρχισε να βάφει σύννεφα πάνω στο γαλάζιο που είχε βάψει προηγουμένως τους τοίχους.
Το σέσκουλο πάλι, βλέποντας το παντζάρι έτσι κόκκινο - κόκκινο και να μην του πολυδίνει σημασία, θεώρησε πως πρόκειται για κάποιο λαχανικό ακόμη πιο άγριο κι απ' το ίδιο. Έτσι από εκεί που φώναζε προηγουμένως στα άλλα φρούτα και λαχανικά, άρχισε να μασάει τα λόγια του και να φοβάται. Μόλις το κατάλαβαν, τα άλλα φρούτα και λαχανικά απ' τις κρυψώνες τους έσκασαν στα γέλια μαζί του.
Με τα πολλά λοιπόν, μάζεψε όσο περισσότερο θάρρος είχε και απηύθυνε αγριεμένα το λόγο στο παντζάρι, το οποίο ανυποψίαστο μέχρι εκείνη τη στιγμή ζωγράφιζε άσπρα σύννεφα στους τοίχους. Τόσο μεγάλη τρομάρα πήρε με την άγρια φωνή του σέσκουλου, που κατευθείαν το έβαλε στα πόδια, πιτσιλόντας το με το ρολό μπογιάς που κρατούσε εκείνη τη στιγμή στα χέρια του. Το σέσκουλο έτρεξε ξωπίσω του να το πιάσει για να του ζητήσει τα ρέστα.
Έτσι το παντζάρι έβαλε τα δυνατά του για να του ξεφύγει και όσο τα δυό τους κυνηγιόντουσαν, τα άλλα φρούτα και λαχανικά προστάτευαν τα πρόσωπά τους για να μην πιτσιλιθούν. Με τα πολλά, και αφού έφεραν το μανάβικο δέκα ολόκληρες γύρες χωρίς το σέσκουλο να καταφέρει να πιάσει το παντζάρι, κοίταξαν τριγύρω τους και παρατήρησαν πως το μανάβικο είχε γεμίσει κόκκινα ζουμιά. Οι τοίχοι, το ταβάνι και τα πατώματα ήταν πλέον κατακόκκινα.
"Μην αγριεύετε τόσο, γιατί τα κάνατε σαν τα μούτρα σας", τους είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά βγαίνοντας απ' την κρυψώνα τους.
"Το παντζάρι φταίει που είναι κόκκινο", τους απάντησε το σέσκουλο για να δικαιολογηθεί, και αυτά ξέσπασαν σε δυνατά γέλια μόλις το άκουσαν.
"Όχι, εσύ φταις που του παριστάνεις τον άγριο και τρέχει να σου γλιτώσει", του είπαν αυτά πίσω και αυτή τη φορά έγινε κατακόκκινο, όχι από θυμό, αλλά από ντροπή, αφού κατάλαβε πως είχαν δίκιο και πως όλος αυτός ο χαμός θα είχε αποφευχθεί αν είχε μιλήσει ευγενικά στο παντζάρι αντί να του φωνάξει.