ΕΝΑΣ ΑΝΕΜΙΣΤΗΡΑΣ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σπίτι ήταν πολύ τεμπέλης, και έτσι συνήθιζε να χαζεύει διαβάζοντας ανέκδοτα αντί να δροσίζει τους άλλους. Τόσο τεμπέλης ήταν μάλιστα, που έψαχνε άλλον να του διαβάζει τα ανέκδοτα ώστε αυτός να μην κουράζεται.
Ένα ωραίο καλοκαίρι, οι άλλες ηλεκτρικές συσκευές, που το είχαν πάρει πλέον απόφαση πως μαζί του δεν θα έβλεπαν προκοπή, αποφάσισαν να τον αφήσουν άνεργο: έφεραν στο σπίτι ένα κλιματιστικό για να τις δροσίζει, και δεν του ξανανέφεραν τίποτα για δουλειά.
"Θα πεινάσω αν μείνω εδώ", σκέφτηκε αυτός καθώς κυλούσαν οι μέρες και έβλεπε το κλιματιστικό να δουλεύει στο φουλ. Έτσι λοιπόν το πήρε απόφαση και βγήκε από το σπίτι για να κυνηγήσει την τύχη του. Όποια πόρτα όμως κι αν χτυπούσε, σε καφετέριες, εστιατόρια και σπίτια, κανένας δεν τον δέχονταν, αφού η φήμη πως ήταν τεμπέλης είχε ήδη εξαπλωθεί σε όλη την πόλη.
Έτσι κι αυτός με τα πολλά απογοητεύτηκε και σταμάτησε να ψάχνει. Αφού περπάτησε πολύ μέσα στη ζέστη, κάθισε στη σκια ενός δέντρου να ξεκουραστεί. Δεν πρόλαβε όμως να τον πάρει ο ύπνος και ξύπνησε από το δυνατό ροχαλητό ενός γαϊδάρου, ο οποίος είχε ξαπλώσει μπρούμυτα στην άλλη μεριά της ρίζας του δέντρου και κοιμόταν του καλού καλού, με τον ιδρώτα να στάζει απ' το πρόσωπό του. Έδειχνε μάλιστα να ενοχλείται ιδιαίτερα από τη ζέστη.
"Επιτέλους βρήκα πελάτη!", αναφώνησε ο ανεμιστήρας και πέταξε απ' τη χαρά του. Έτσι λοιπόν έβαλε τα δυνατά του να του κάνει αέρα όσο πιο δυνατά γινόταν ώστε να τον δροσίσει. Ο γάιδαρος όμως συνέχισε να ροχαλίζει δίχως να ιδρώσει τ' αυτί του.
"Ώρα για την πληρωμή μου!", αναφώνησε ο ανεμιστήρας βλέποντάς τον να συνεχίζει τον ύπνο του ανενόχλητος. Έτσι λοιπόν άρχισε να δοκιμάζει κόλπα για να τον ξυπνήσει. Πρώτα δοκίμασε να τον σκουντήξει με ένα ξύλο, όμως όσο περισσότερο τον σκουντούσε, αυτός τόσο πιο δυνατά ροχάλιζε. Ύστερα δοκίμασε να του πάρει το μαξιλάρι, όμως όσο πιο δυνατά το τραβούσε, τόσο πιο σφιχτά το αγκάλιαζε ο γάιδαρος, δίχως να ανοίξει τα μάτια του. Τέλος, και αφού είδε πως προκοπή δεν έβλεπε, πήρε μια καραμούζα και άρχισε να του φωνάζει στα αυτιά, όμως αυτός συνέχισε τον βαθύ ύπνο του χωρίς να κουνηθεί ρούπι.
Με τα πολλά, ο καλός μας ανεμιστήρας τα παράτησε. Έβγαλε απογοητευμένος το βιβλίο με τα ανέκδοτα από την τσάντα του και αφού ακούμπησε στην ρίζα του δέντρου, άρχισε να διαβάζει ένα από αυτά φωναχτά για να παρηγορηθεί. Μετά από λίγο ο γάιδαρος πετάχτηκε απ' τον ύπνο του ακούγοντας το ανέκδοτο και ξέσπασε σε δυνατά γέλια. "Να 'σαι καλά, καιρό είχε να γελάσω έτσι", του είπε γκαρίζοντας.
"Τόση ώρα που σου έκανα αέρα όμως δεν αξιώθηκες να σηκωθείς για να με ανταμείψεις", του είπε ο ανεμιστήρας με παράπονο.
"Είναι που με απέλυσε το αφεντικό μου επειδή είμαι τεμπέλης, και δεν έχω καθόλου χρήματα να σου δώσω", παραδέχθηκε ο γάιδαρος στενοχωρημένος, και συνέχισε: "μα αν θέλεις, μπορώ να σου διαβάζω εγώ τα ανέκδοτα, και εσύ σε αντάλλαγμα να μου κάνεις αέρα".
Μόλις το άκουσε, ο ανεμιστήρας πέταξε απ' τη χαρά του, αφού τόσο καιρό γύρευε άλλον να του τα διαβάζει για να μην κουράζεται. Έτσι οι δυο τους συμφώνησαν και έκτοτε κάνουν αχώριστη παρέα, αφού τι καλύτερο για έναν τεμπέλη, από τη συντροφιά ενός άλλου τεμπέλη;