ΕΝΑ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα μανάβικο είχε τόσο μεγάλο καμάρι για τη φυσική του μυρωδιά που δεν πλενόταν ποτέ. "Δεν έχω ανάγκη το μπάνιο", έλεγε, και είναι πράγματι μια αλήθεια πως τα δαμάσκηνα έχουν πολύ ωραία μυρωδιά από τη φύση τους.
Μια ωραία μέρα του καλοκαιριού όμως που όλα τα φρούτα και λαχανικά του μανάβικου βγήκαν για πικ - νικ στον κήπο, έτυχε να τρέξει και να ιδρώσει, με αποτέλεσμα να μυρίσει άσχημα. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά άρχισαν να παραξενεύονται και να αναρωτιούνται, ενώ άλλα από αυτά, έπιασαν τις μύτες τους για να μη μυρίζουν.
Το δαμάσκηνο κοκκίνισε από ντροπή. Για να μην παραδεχτεί όμως πως έπρεπε να κάνει μπάνιο, σκέφτηκε να παστωθεί με αρώματα. Έτσι πήγε στο κοντινότερο αρωματοπωλείο, απ' το οποίο προμηθεύτηκε ένα σπάνιο πολύχρωμο άρωμα που βρισκόταν μέσα σε ένα γυαλιστερό μπουκαλάκι.
Αφού ψεκάστηκε ολόκληρο, γύρισε πίσω στην παρέα των άλλων φρούτων και λαχανικών στο πικ - νικ. "Τι σπάνια μυρωδιά!", αναφώνησαν αυτά μόλις έφτασε στα ρουθούνια τους το άρωμα, χωρίς να μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς τους θύμιζε. Όταν όμως μετά από λίγα λεπτά το δαμάσκηνο ξεμάκρυνε, το είδε ένας ασβός, ο οποίος αμέσως αναγνώρισε τη μυρωδιά του αρώματος και ερωτεύτηκε το δαμάσκηνο, πιστεύοντας πως πρόκειται για θηλυκό ασβό.
Μόλις κατάλαβε τι είχε συμβεί, το δαμάσκηνο έτρεξε τρομαγμένο για να του ξεφύγει. Ξωπίσω του έτρεξε και ο ασβός, ο οποίος ήταν πολύ πιο γρήγορος. Έτσι οι δυο τους κυνηγήθηκαν σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του γειτονικού δάσους. Το δαμάσκηνο πότε κρυβόταν πίσω από βράχους και πότε πίσω από δέντρα για να του ξεφύγει, όμως αυτός σκαρφάλωνε με μεγάλη ευκολία στα κλαδιά των δέντρων και το έβρισκε. Με τα πολλά, και αφού κυνηγιόντουσαν ώρες ατελείωτες, το δαμάσκηνο κρύφτηκε μέσα σε ένα θάμνο να γλιτώσει.
Πάνω που πίστεψε όμως πως είχε γλιτώσει, εμφανίστηκε ολόκληρη ομάδα από ασβούς, οι οποίοι μεθυσμένοι από το άρωμα που έφτανε στα ρουθούνια τους άρχισαν να ψάχνουν το δάσος με κάθε λεπτομέρεια, κοιτάζοντας μέσα σε κουφάλες δέντρων και πίσω από φυλλωσιές. Όταν με τα πολλά ένας από αυτούς μυρίστηκε το δαμάσκηνο μέσα στο θάμνο, αυτό πετάχτηκε από την τρομάρα του και άρχισε να τρέχει ξανά για να γλιτώσει, όμως αυτή τη φορά είχε ολόκληρη στρατιά από ασβούς ξωπίσω του.
Λίγα λεπτά αργότερα, και αφού είδε πως δεν τους ξέφευγε, σκέφτηκε να πέσει στο ποτάμι να ξεπλυθεί. Έριξε λοιπόν ένα σάλτο, μετά από το οποίο ακούστηκε ένα δυνατό "Πλατς!" στο νερό. Το κόλπο του πέτυχε: το άρωμα διαλύθηκε στο νερό και τον αέρα, και μόλις οι ασβοί σταμάτησαν να το μυρίζουν, γύρισαν πίσω στις φωλιές τους.
"Φτηνά τη γλίτωσα", παραδέχτηκε το δαμάσκηνο, το οποίο άφησε το ποτάμι να το ξεπλύνει καλά καλά ώστε να μη μείνει ίχνος από το άρωμα. Ύστερα πήγε να βρει τους φίλους του, τα φρούτα και τα λαχανικά του μανάβικου, τα οποία συνέχιζαν ανέμελα το πικ - νικ τους.
Αυτά μόλις το είδαν να έρχεται, απόρησαν με την ευωδία του.
"Έβαλες πάλι κάποιο άρωμα;", το ρώτησαν.
"Όχι, απλά... πλύθηκα!", τους απάντησε αυτό και αφού ξέσπασαν σε δυνατά γέλια, παραδέχθηκαν πως δεν υπάρχει πιο όμορφη και δυνατή μυρωδιά στη φύση από αυτή που βγάζει το δαμάσκηνο όταν ξεπλένεται με δροσερό, γάργαρο νερό.