EΝΑ ΦΡΙΣΜΠΙ κάποτε σε μια παραλία είχε την κακή συνήθεια να μοιράζει φιλοφρονήσεις και κομπλιμέντα δεξιά και αριστερά, περιμένοντας ότι οι άλλοι θα τους τις επέστρεφαν. Τα άλλα μπανιέρα πάλι, δεκάρα δεν έδιναν, αφού θεωρούσαν πως τους κολάκευε σκόπιμα και πως ούτε τα μισά απ’ όσα τους έλεγε δεν ήταν αλήθεια.
Μια μέρα ωστόσο, βρέθηκε στο δρόμο του ένας αστερίας, ο οποίος του είπε: «Αντί να μοιράζεις τις φιλοφρονήσεις δεξιά και αριστερά δωρεάν, θα ‘πρεπε να τις χρεώνεις για να βγάλεις ζεστό χρήμα».
Το φρίσμπι προβληματίστηκε πολύ μόλις το άκουσε και έτσι, αφού το σκέφτηκε καλά καλά, αποφάσισε πως είχε ήδη μοιράσει αρκετές φιλοφρονήσεις δωρεάν και πως ήταν ο καιρός επιτέλους να του δώσουν και οι άλλοι πίσω. Σκέφτηκε δε, πως αν έβαζε όλη του τη μαεστρία στα κοπλιμέντα που θα έκανε, θα του έδιναν ακόμη μεγαλύτερη αμοιβή.
Πρώτο βρήκε ένα παγωτό κυπελάκι, στο οποίο είπε: «Τι ελκυστική που είναι η συσκευασία σου σήμερα. Σίγουρα τα άλλα παγωτά θα σε ζηλεύουν πολύ». Μόλις το κυπελάκι το άκουσε, χαμογέλασε μέχρι τα αυτιά. «5 ευρώ μου χρωστάς για τη φιλοφρόνηση», του είπε όμως το φρίσμπι, και το κυπελάκι θύμωσε τόσο μόλις το άκουσε που του γύρισε την πλάτη και έφυγε χωρίς να πει κουβέντα.
Δεύτερη βρήκε μια γρανίτα, η οποία συνήθιζε να λέει κρύα αστεία. Πριν καλά καλά προλάβει να της κάνει φιλοφρόνηση, η γρανίτα πρόλαβε και του είπε ένα αστείο τόσο κρύο που το φρίσμπι άρχισε να τουρτουρίζει. «Αχ πόσο γέλασα με το αστείο σου σήμερα!», της είπε το φρίσμπι, παρ’ όλο που δεν γέλασε, και αυτή έριξε ένα χαμόγελο πλατύ μέχρι τα αυτιά μόλις το άκουσε. «20 Ευρώ μου χρωστάς», συμπλήρωσε το φρίσμπι, μόνο που αυτή τη φορά… η γρανίτα έσκασε στα γέλια. «Μπα σε καλό σου, με έκανες και γέλασα!», του είπε και έφυγε, δίχως φυσικά να του δώσει τα χρήματα.
Παρ’ όλα αυτά όμως, το φρίσμπι αναθάρρεψε, πιστεύοντας πως βρισκόταν πολύ κοντά στο να τα καταφέρει. Λίγο πιο κάτω βρήκε δυο ρακέτες, οι οποίες χτυπούσαν το μπαλάκι του τέννις με δύναμη. «Τι ωραία που συνεργάζεστε, και με πόση χάρη χτυπάτε τη μπάλα! 30 ευρώ!», τους είπε. Αυτές πάλι, παρεξηγήθηκαν και θύμωσαν τόσο πολύ μόλις το άκουσαν που πήραν το φρίσμπι στο κατόπι, ρίχνοντάς του δυνατές ξυλιές, τόσο που το έκαναν τόπι στο ξύλο. Και πραγματικά δεν θα σταμάταγαν, αν λίγο πιο κάτω δεν έβρισκαν μια παρέα κολυμβητών, οι οποίοι το περιμάζεψαν για να παίξουν φρίσμπι στην παραλία.
Από τότε το καλό μας φρίσμπι πήρε το μάθημά του, και δεν ξαναζήτησε ποτέ χρήματα για τις φιλοφρονήσεις που έκανε, παρά μόνο τις έδινε δωρεάν και πάντα με προσοχή, δίχως να περιμένει κάτι απ’ τους άλλους.