ΜΙΑ ΦΡΥΓΑΝΙΑ ΚΑΠΟΤΕ έψαχνε τον τέλειο συνδυασμό για να εντυπωσιάσει τα αρτοσκευάσματα και σφολιατοειδή του φούρνου.
Πρώτα λοιπόν εμφανίστηκε μπροστά τους πασαλειμένη με βιτάμ και μέλι. Όπως ήταν φυσικό, τα αρτοσκευάσματα την απογοήτευσαν: «το μέλι είναι από μόνο του νόστιμο. Εσύ δεν χρειάζεσαι», της είπαν.
Ύστερα αυτή πείσμωσε και βάλθηκε να τους αποδείξει πόσο άδικο είχαν. Εμφανίστηκε μπροστά τους με όλους τους δυνατούς συνδυασμούς: με γιαούρτι και μάνγκο, με χούμους και ελιές, με φυστικοβούτυρο και φέτες μπανάνες, ακόμη και με μοτσαρέλα, λιαστή ντομάτα και πέστο βασιλικού. Αυτά πάλι, δεν εντυπωσιάστηκαν καθόλου, παρά μόνο της επανέλαβαν: «όλα αυτά είναι τόσο νόστιμα από μόνα τους που εσένα δεν σε έχουν καμία ανάγκη».
Αφού λοιπόν είχε βάλει τα δυνατά της δίχως να καταφέρει τίποτα, κάθισε κι αυτή σε μια γωνιά να συγκρατήσει τη στενοχώρια της. «Κανένας συνδυασμός δεν βρέθηκε να τους εντυπωσιάσει», σιγομουρμούρισε με μεγάλη απογοήτευση, αφού όλοι αυτοί οι σπάνιοι συνδυασμοί υλικών ήταν εξαιρετικά δυσεύρετοι αλλά και ακριβοί.
Τότε μπήκε μέσα ο φούρναρης, ο οποίος κρατούσε μια κούπα αχνιστό τσάι. Μόλις την είδε, την άρπαξε και τη βούτηξε μέσα στο τσάι. Ύστερα, αφού την απόλαυσε ως το τελευταίο ψίχουλο, αναφώνησε: «Τι να συγκριθεί με μια ωραία φρυγανιά στο ζεστό τσάι!».
Δεν βρέθηκε κανένας να διαφωνήσει.