Μια φορά και έναν καιρό, καλοκαίρι για την ακρίβεια, ήταν ένα άσπρο σύννεφο το οποίο πετούσε ανέμελο στον καταγάλανο ουρανό της Ελλάδας. Τόσο πολύ μάλιστα απολάμβανε την καλοκαιρία που είχε διασχίσει την χώρα μας σε όλα τα μήκη και πλάτη της: από τον ψηλό Όλυμπο, μέχρι τα νησιά του Αιγαίου, και από την Θράκη, μέχρι την Ρόδο και την Κρήτη. Και θα συνέχιζε να πετάει ανέμελο, αν δεν ερχόταν το φθινόπωρο με τις καταιγίδες του.
Έτσι λοιπόν μια μέρα του φθινοπώρου, εκεί που πετούσε πάνω απ' την Αθήνα, έτυχε να βρεθούν μπροστά του δυο σύννεφα ολόγκριζα, έτοιμα να ξεσπάσουν σε καταιγίδα. Μόλις το είδαν, του έκαναν νόημα να έρθει κοντά τους, όμως αυτό, που τόσο απολάμβανε την καλοκαιρία, τρόμαξε και έτρεξε μακριά να τα αποφύγει. "Φθηνά τη γλίτωσα", σκέφτηκε, και δεν τόλμησε ούτε στιγμή να κοιτάξει πίσω. Μόλις όμως ξεμάκρυνε αρκετά, του μπήκε περιέργεια να δει αν το είχαν πάρει ξωπίσω. Γύρισε λοιπόν το βλέμμα του και αντί για καταιγίδα αντίκρισε το πιο όμορφο θέαμα που είχε δει ποτέ του: το ουράνιο τόξο.
Τόσο πολύ μαγεύτηκε λοιπόν από τα υπέροχα χρώματά του, που έκανε να το πιάσει, όμως με το που το πλησίασε αυτό χάθηκε στον ουρανό. "Θα πρέπει να ψάξεις πολύ για να με βρεις", του φάνηκε σαν να άκουσε μια φωνή να του λέει. Έτσι κι αυτό πείσμωσε, και έβαλε στόχο του να το βρει.
Πρώτα λοιπόν πέταξε πάνω από την Αίγυπτο και τις Πυραμίδες της, μα πουθενά να βρει ουράνιο τόξο. Ύστερα πάνω από την έρημο Σαχάρα που ποτέ δεν βρέχει, και οι βεδουίνοι με τις καμήλες τους έμειναν να το κοιτούν με απορία. "Δεν βγαίνει ποτέ ουράνιο τόξο στην πατρίδα μας, μα ούτε και βρέχει ποτέ", του είπαν αυτοί, και αυτό κατάλαβε πως έπρεπε να πετάξει ακόμη πιο μακριά.
Έτσι λοιπόν το σύννεφο έβαλε τα δυνατά του και πέταξε πάνω από θάλασσες και ωκεανούς, ώσπου βρέθηκε στην μακρινή μας Αυστραλία. Τόσο γαλανός ήταν ο ουρανός εκεί, που το σύννεφο απόρησε. "Είναι που όταν στην Ελλάδα έχετε Φθινόπωρο, εμείς έχουμε Άνοιξη", του εξήγησε ένα ψηλό βουνό που βρισκόταν χιλιετίες ολόκληρες εκεί, και το καλό μας σύννεφο κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει ακόμη πιο μακριά για να βρει ουράνιο τόξο.
Και έπειτα πέταξε πάνω από την παγωμένη Ανταρκτική, όπου και εκεί δεν έβρεχε ποτέ, και απ' το πολύ το κρύο ένιωθε να παγώνει. Και ύστερα πάλι από ακόμη πιο μακρινούς ωκεανούς και θάλασσες, ώσπου μετά από πολλά ταξίδια βρέθηκε στην Αγγλία. "Εδώ δεν σταματάει ποτέ να βρέχει, κι αν τύχει να δεις ουράνιο τόξο, θα είναι από τύχη", του είπε ένα πουλί που πετούσε ψηλά ως τα σύννεφα για να μην το πιάνει η βροχή. Και έτσι, αφού είδε κι απόειδε, το καλό μας σύννεφο είπε να γυρίσει στην Ελλάδα.
Και πάλι ταξίδεψε πάνω από χώρες πολλές, ώσπου με τα πολλά έφτασε πίσω από κει που ξεκίνησε: στην Ελλάδα. Τόσος καιρός όμως που είχε περάσει, τα άλλα σύννεφα το είχαν ξεχάσει και υπολόγιζαν τη ζωή τους δίχως αυτό. "Καλά εμένα δεν με θυμάστε;", τα ρώτησε αυτό θυμωμένο, κι απ' το κακό του, από άσπρο που ήταν έγινε μαύρο σαν το σκοτάδι. Άστραψε και βρόντηξε, και οι κεραυνοί του έσκισαν τους ουρανούς με τη δύναμή τους. Τόσο δυνατό μάλιστα ήταν το κλάμα του που τα άλλα σύννεφα έτρεξαν να κρυφτούν πίσω από τα πιο ψηλά βουνά για να γλιτώσουν.
Αφού λοιπόν ξεθύμανε καλά καλά και έβγαλε όλη τη στενοχώρια από μέσα του, είδε να βγαίνει μπροστά του ένα ουράνιο τόξο τόσο όμορφο και χρωματιστό που όμοιό του δεν είχε δει ούτε στην πιο τρελή του φαντασία. "Αυτό που δεν βρήκα αλλού στον κόσμο, το βρήκα εδώ!", αναφώνησε, και τα άλλα σύννεφα βγήκαν απ' τις κρυψώνες τους να δουν τι είχε συμβεί.
Τότε αντίκρισαν ένα θέαμα πρωτόγνωρο: το σύννεφο, ανάλαφρο και άσπρο πλέον σαν το πούπουλο αφού είχε ξεθυμάνει, βάφτηκε με τα χρώματα απ' τις ακτίδες του ουράνιου τόξου. Τόσο όμορφο μάλιστα ήταν το θέαμα, που είχαν να το συγκρίνουν με τα πιο ξακουστά έργα ζωγραφικής όλου του κόσμου.