EΝΑ ΜΠΙΖΕΛΙ ΚΑΠΟΤΕ αγαπούσε πολύ τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Φρόντιζε δε να διαβάζει κι από ένα στο κρεβάτι κάθε βράδυ πριν πέσει για ύπνο. Τα αγαπούσε όλα, μα περισσότερα απ' όλα ξεχώριζε το "Η πριγκίπισσα και το μπιζέλι" το οποίο είχε για αγαπημένο του, αφού πίστευε πως ήταν το μπιζέλι του παραμυθιού.
Έτσι μια μέρα, το έβαλε στόχο να γνωρίσει την πριγκίπισσα του παραμυθιού. Μάζεψε λοιπόν τα πράγματά του από το σπίτι και ξεκίνησε ολόκληρο ταξίδι. Έφαγε όλο τον κόσμο για να τη βρει. Ταξίδεψε σε δάση και βουνά, κοιλάδες και χωριά και πόλεις μεγάλες και μακρινές, μα πουθενά δεν τη βρήκε.
Ώσπου κάποια στιγμή βρέθηκε στην Disneyland στο Παρίσι. Εκεί βρήκε λογής λογής πριγκίπισσες, όλες τους όμορφες και παραμυθένιες, μα όταν τους ρωτούσε την ιστορία τους καμιά τους δεν έλεγε την ιστορία του αγαπημένου του παραμυθιού. Για να βεβαιωθεί μάλιστα, τα βράδια που έμεινε εκεί κοντά τους φρόντιζε να χώνεται μέσα στα στρωματά τους για να σιγουρευτεί, όπως και το μπιζέλι του παραμυθιού, πως ήταν αληθινές πριγκίπισσες και όχι χωριατοπούλες. Καμία όμως δεν βρέθηκε να το καταλάβει, όπως στο παραμύθι.
Έτσι κι αυτό κάποια στιγμή το πήρε απόφαση και μάζεψε τα πράγματά του για νέες χώρες. Στο διάβα του βρέθηκε μια πριγκιποπούλα με ξανθά μαλλιά σαν το στάχυ, η οποία του πρότεινε αν θέλει να βρει την πριγκίπισσα του παραμυθιού του, να ψάξει στη Δανία, τη χώρα από την οποία καταγόταν ο αγαπημένος του συγγραφέας, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Το καλό μας μπιζέλι άκουσε τη συμβουλή της, και έτσι πήρε το τρένο. Έψαξε σε πόλεις και χωριά, και με κάστρα μεσαιωνικά, μα σε κανένα απ' αυτά δεν βρήκε την πριγκίπισσά του.
Τελευταία επισκέφτηκε την πόλη Οντένσε στην οποία γεννήθηκε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Εκεί εντυπωσιάστηκε πολύ από τα παραμυθένια αγάλματα που βρήκε στο δρόμο, και άρχισε να χάνεται στους δρόμους της. Ρώτησε έναν - έναν τους περαστικούς μην τυχόν και είχαν δει την πριγκίπισσά του, μα όλοι έβαζαν τα γέλια μόλις άκουγαν την ερώτηση, και δεν έμπαιναν καν στον κόπο να απαντήσουν.
Ώσπου έξω απ' το σπίτι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, μουσείο πια στην Οντένσε, βρέθηκε μια γιαγούλα να του πει να πάψει να πιστεύει στα παραμύθια και τις πριγκίπισσες, γιατί είναι όλα ψέματα.
Αυτό στενοχωρήθηκε πολύ μόλις το άκουσε, αφού αγαπούσε πολύ τα παραμύθια. Κάθισε λοιπόν σε ένα παγκάκι έξω απ' το μουσείο του μεγάλου συγγραφέα, και άρχισε να κλαίει γοερά.
Τότε τράβηξε την προσοχή του ένα τόσο δα μικρό και χαριτωμένο κοριτσάκι με επιδερμίδα άσπρη σαν τη πορσελάνη, το οποίο είχε μπει στον κήπο για να κόψει τριαντάφυλλο. Τόσο μυτερά ήταν όμως τα αγκάθια του τριαντάφυλλου, που του τρύπησε τα δάχτυλα και έτρεξε το αίμα κόκκινο - κόκκινο. Μόλις το είδε, το μπιζέλι μαγεύτηκε τόσο από το πόσο απαλό και μαλακό ήταν το δέρμα της που θυμήθηκε το παραμύθι του.
"Μήπως είσαι η πριγκίπισσα του παραμυθιού μου;", τη ρώτησε, και αυτή συγκινήθηκε μόλις το άκουσε. Τόσο κολακεύτηκε από τα λόγια αυτά, που του απάντησε ψέματα πως δήθεν ήταν αυτή και πως επιτέλους την είχε βρει.
Και το μπιζέλι; Το πίστεψε; Η αλήθεια είναι πως όχι, αλλά δεν της το μαρτύρησε ποτέ, αφού οι δυο τους έφτιαξαν μαζί το πιο όμορφο παραμύθι και έζησαν καλά - και εμείς καλύτερα.