ΜΙΑ ΠΕΤΡΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα βουνό ήταν πολύ τεμπέλα και βαριόταν να κουνηθεί, παρά μόνο απολάμβανε τη δροσιά του γάργαρου νερού της πηγής κάτω απ' την οποία βρισκόταν.
Ώσπου μια ωραία μέρα που ξύπνησε, τρόμαξε μόλις κατάλαβε πως είχε ολόκληρη καλυφθεί από πράσινα βρύα. "Είναι που δεν κουνιέσαι καθόλου απ' τη θέση σου", της είπαν οι άλλες πέτρες κάτω απ' την πηγή, και αυτή έκανε να καθαριστεί. Ώρες ολόκληρες αργότερα και με μισές κινήσεις κατάφερε να απομακρύνει τα μισά απ' αυτά. Ύστερα κάθισε πάλι αναπαυτικά στη θέση της κάτω απ' την πηγή για να απολαύσει το γάργαρο νερό της, σαν να μη συνέβη ποτέ και τίποτα.
Όμως και πάλι μετά από λίγες ώρες, μόλις ξύπνησε, είδε να έχει καλυφθεί ξανά με βρύα ολόκληρη. "Μα δεν φεύγουν με τίποτα;", αναρωτήθηκε και τίναξε το νερό από πάνω της. "Είναι που την πρώτη φορά που τα καθάρισες έκανες μισή δουλειά κι ανέσωστη", της είπαν οι άλλες πέτρες και ξέσπασαν σε γέλια με τα χάλια της. Έτσι κι αυτή, για να βεβαιωθεί πως δεν θα ξαναπάθαινε το ίδιο κακό, το πήρε απόφαση να κουνηθεί απ' τη θέση της και να επισκεφτεί κουρέα, ο οποίος την καθάρισε τελείως και της έκανε και όμορφα σχέδια, ωσάν να κούρευε άνθρωπο.
Αυτή κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και καταχάρηκε. "Κούκλα έγινα!", φώναξε, και πήρε το δρόμο της επιστροφής, με αργά και βαριεστημένα βήματα, εφόσον ήταν τεμπέλα.
Έτσι καθώς περπατούσε έτσι αργά, μάζευε τα βρύα απ' το έδαφος και βάραινε, ώσπου κάποια στιγμή το βήμα της έγινε τόσο βαρύ που ένιωσε να την τραβάει η γη. Τρόμαξε δε πολύ στην ιδέα ότι το περίτεχνα κούρεμα που της είχε κάνει ο κουρέας θα πήγαινε στράφι, εφόσον τα βρύα είχαν αρχίσει να την καλύπτουν ξανά ολόκληρη.
"Είναι μάταιο...", σιγομουρμούρισε αυτή καθώς ένιωσε να πέφτει στη γη απ' το βάρος των βρύων και να χάνει τον έλεγχο του βήματός της. Τότε προς μεγάλη της έκπληξη, παραπάτησε και κύλησε σε έναν κατήφορο. Άρχισε να κατακρυλάει τόσο γρήγορα που δεν μπορούσε να το σταματήσει. Όσες περισσότερες στροφές έφερνε, τόσο πιο γρήγορα πήγαινε και καθαριζόταν από τα βρύα.
"Είναι ωραίο να κάνεις γυμναστική!", αναφώνησε αυτή καθώς άρχισε να νιώθει όλο και πιο ανάλαφρη. Φτάνοντας στο τέλος της κατηφοράς κατάφερε όχι μόνο να καθαρίσει τελείως από τα βρύα αλλά και να ξαναβρει το δρόμο της επιστροφής για την πηγή, τον οποίο ακολούθησε με ενέργεια και όρεξη.
"Πέτρα που κυλάει, δεν χορταριάζει!", της είπαν οι άλλες πέτρες μόλις την είδαν να καταφθάνει, γεμάτη ενέργεια αλλά και παντελώς καθαρή από πράσινα βρύα.
Τόσο πολύ αγάπησε τη γυμναστική αυτή από τότε που πήρε ένα σχοινάκι να έχει πάντα μαζί της ώστε να μην τύχει να ξαναπεράσει τα ίδια.