ΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙ ΚΑΡΒΟΥΝΟ ΚΑΠΟΤΕ ένιωθε άχρηστο μέσα στο τσουβάλι με τα άλλα κάρβουνα, όπου και περίμενε ώρες και μέρες ατελείωτες. Για να περάσει μάλιστα την ώρα του ευχάριστα, συνήθιζε να ζωγραφίζει σχέδια πάνω στο ύφασμα του τσουβαλιού, τα οποία όμως κανείς δεν εκτιμούσε, αφού έμοιαζαν με μουντζούρες.
'Ωσπου μια μέρα του φθινοπώρου, έτυχε ο σπιτονοικοκύρης να θελήσει να πάρει κάρβουνα για τη φωτιά. Αυτό με το που το είδε, άρπαξε την ευκαιρία και "...τσουπ", ξεπήδησε από το τσουβάλι. "Αν πραγματικά θέλεις να νιώσεις χρήσιμο, μόνο με τη σκληρή δουλειά θα βρεις πραγματική ικανοποίηση", του είπε ένα παλιοκούτσουρο που βρισκόταν εκεί δίπλα κοντά στο τζάκι και περίμενε τη σειρά του.
Με το που το άκουσε το καλό μας κάρβουνο, ενθουσιάστηκε. Έτσι πήδηξε στο τζάκι και πήρε θέση δίπλα στα άλλα κάρβουνα, όπου "έπιασε δουλειά" ψήνοντας τις μπριζόλες που είχε τοποθετήσει ο σπιτονοικοκύρης στη σχάρα. Φρόντισε μάλιστα ώστε στην πρώτη του δουλειά ως ψήστης να ιδρώσει και να μοχθήσει πολύ, φλοντίζοντας τις μπριζόλες ακριβώς τόσο, ώστε στο κρέας τους να ροδίσει και να γίνει μαλακό σαν λουκούμι.
Μόλις τις δοκίμασε ο σπιτονοικοκύρης, το καταευχαριστήθηκε και όλα τα άλλα κάρβουνα στη φωτιά έδωσαν συγχαρητήρια στο καλό μας κάρβουνο. Αυτό όμως απογοητεύτηκε. "Δεν έκανα και τίποτα σπουδαίο εδώ που τα λέμε", σιγομουμούρισε και αποφάσισε να βρει άλλη δουλειά που να του προσφέρει περισσότερη ευχαρίστηση.
Έτσι έβαλε το ένα πόδι μπροστά στο άλλο και πήρε δρόμο από το σπίτι. Περπάτησε και περπάτησε και όσα κάρβουνα συναντούσε στο δρόμο, το προσκαλούσαν να επισκεφτεί τη σόμπα του σπιτιού τους και να τα βοηθήσει στο ζέσταμα. Έτσι κι αυτό πήρε τα σπίτια τους σβάρνα για να αποδείξει την αξία του. Σε κανένα όμως δεν βρήκε σόμπα ικανή να το κουράσει τόσο ώστε να "σωθεί".
Με τα πολλά, βρήκε ένα παλιό τρένο που χρησιμοποιούσε κάρβουνο για καύσιμο, έναν "καρβουνιάρη", ο οποίος είχε αρκετά μεγάλη μηχανή που σίγουρα θα το έσωνε. Γεμάτο ενθουσιασμό έριξε ένα σάλτο και κάθισε δίπλα στα άλλα κάρβουνα στο τρένο, τα οποία του φάνηκε πως ήδη είχαν κουραστεί αρκετά από τα μεγάλα δρομολόγια. Μόλις το τρένο ξεκίνησε λοιπόν, έδωσε κι αυτό τον καλύτερό του εαυτό: ίδρωσε και μόχθησε, και φρόντισε ώστε να κουραστεί τόσο, που τα άλλα κάρβουνα έμειναν με το στόμα ανοιχτό. Μέρες ολόκληρες αργότερα όμως, και αφού το τρένο έφτασε με τα πολλά στον προορισμό του, το κάρβουνο ακόμα να σωθεί. Απογοητεύτηκε δε τόσο πολύ, που σκέφτηκε να γυρίσει πίσω στο τσουβάλι του και να μην ξανασχοληθεί με τίποτα.
"Ίσως αυτό που δεν βρίσκεις στην πιο σκληρή και κοπιαστική δουλειά, το βρεις στην πιο απαιτητική τέχνη", του είπε ένας ζωγράφος. Έπειτα το έπιασε από τη μια άκρη και πίεσε την άλλη σε έναν καμβά, στον οποίο άρχισε να ζωγραφίζει λογής λογής όμορφα σχέδια και σχήματα. Και αυτή τη φορά το κάρβουνο έδωσε τον καλύτερό του εαυτό, όμως καθώς έβλεπε τον πίνακα του ζωγράφου να σχηματίζεται, τόσο περισσότερο παθιαζόταν, ώσπου στο τέλος κατέληξε να οδηγεί αυτό τα χέρια του ζωγράφου.
Ώρες ολόκληρες αργότερα "σώθηκε" τελείως, ώσπου δεν έβγαζε καθόλου μαύρο χρώμα στον καμβά, παραδίδοντας στα χέρια του ζωγράφου έναν πίνακα τόσο όμορφο που το χειροκρότημα που εισέπραξε για αυτόν ήταν πολύ μεγαλύτερο απ' οποιαδήποτε δουλειά είχε κάνει ως τότε.