ΚΑΠΟΤΕ ΣΕ ΕΝΑΝ ΚΗΠΟ φύτρωσε ένα μυστηριώδες λουλούδι, το οποίο δεν έμοιαζε με κανένα άλλο. Και ενώ τα άλλα λουλούδια είχαν όνομα και το καθένα ήξερε για τον εαυτό του σε ποιο είδος ανήκε, αυτό έμενε μόνο του να απορεί. Έτσι λοιπόν περίμενε πως και πως την ώρα και την στιγμή που θα άνθιζε για να του λυθεί η απορία αλλά και να αποκτήσει τους φίλους που ποτέ δεν είχε.
Ώσπου κάποια στιγμή ήρθε η άνοιξη, και ενώ όλα τα άλλα λουλούδια άνθισαν, αυτό έμεινε παραπονεμένο. "Μήπως δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου;", αναρωτήθηκε αυτό καθώς είδε τον κηπουρό να το πλησιάζει και να το ποτίζει. "Ή μήπως δεν βρίσκεσαι στο σωστό κήπο;", του είπαν μια παρέα από μέλισσες που επισκέφτηκαν τα λουλούδια του κήπου για να μαζέψουν γύρη.
Έπειτα ήρθε το καλοκαίρι, και το καλό μας λουλουδάκι πίστεψε πως είχε έρθει η ώρα του, αφού ο κηπουρός συνέχιζε να το ποτίζει. Οι μέρες όμως περνούσαν, μαζί και οι μήνες, και αυτό δεν έλεγε να ανθίσει. Και έτσι καθόταν μόνο του και έβλεπε τα άλλα λουλούδια, όσα δεν πρόλαβαν δηλαδή να ανθίσουν την άνοιξη, με τη σειρά τους να ανοίγουν τα πεταλά τους και να βγάζουν άνθη. Αφού συλλογίστηκε καλά τα λόγια των μελισσών, σκέφτηκε να βγει μια βόλτα στη φύση.
"Μήπως το δάσος είναι το πιο σωστό μέρος να ανθίσω;", ρώτησε μια τόσο δα μικρή νεραϊδούλα που συνάντησε στο δρόμο του, η οποία έκανε μπάνιο στη δροσιά των ανθισμένων λουλουδιών. "Κάθε πράμα στον καιρό του και ο κολιός τον... Αύγουστο", του είπε αυτή και του έδειξε την κορυφή ενός ψηλού βουνού. Έπειτα πέταξε προς εκείνη την κατεύθυνση και το άφησε να αναρωτιέται, αφού είχε ήδη πάει Αύγουστος και δεν έλεγε να ανθίσει.
Και έπειτα ήρθε φθινόπωρο, και το καλό μας λουλουδάκι για ακόμη μια φορά έμεινε ολομόναχο να βλέπει τα άλλα λουλούδια, όσα δηλαδή δεν είχαν ανθίσει την Άνοιξη και το Καλοκαίρι, να ανθίζουν. "Ποτέ δεν θα έρθει ο καιρός μου...", είπε και απογοητεύτηκε στην ιδέα πως ίσως δεν άνθιζε ποτέ, μα και δεν θα μάθαινε ποτέ σε ποιο είδος ανήκε. Τότε λοιπόν σκέφτηκε να κινήσει να βρει την νεράιδα που είχε συναντήσει στο δάσος.
Περπάτησε και περπάτησε, ώσπου κάποια στιγμή έφτασε τους πρόποδες του βουνού στο οποίο πέταξε η νεραϊδα την τελευταία φορά που το είδε. Ήδη όμως είχε αρχίσει να μπαίνει ο Χειμώνας για τα καλά, και το καημένο λουλουδάκι απελπίστηκε. "Σίγουρα δεν θα ανθίσω στο βουνό...", σκέφτηκε. Τότε όμως του φάνηκε πως είδε την μικρή νεραϊδούλα να του κάνει νόημα από μακριά.
Δίχως πολλή σκέψη έτρεξε να την ακολουθήσει, ανεβαίνοντας το δύσβατο βουνό. Όσο περισσότερο έτρεχε ξωπίσω της, τόσο περισσότερο έτρεχε κι αυτή να του ξεφύγει. Ώσπου κάποια στιγμή στο διάβα του έπιασε πάγος και χιόνια, αλλά το καλό μας λουλουδάκι παραξενεύτηκε πολύ που δεν ένιωσε να κρυώνει ούτε στο παραμικρό.
"Πως γίνεται;", αναρωτήθηκε και κοίταξε τριγύρω του. Όλα ήταν παγωμένα.
"Κοίτα καλύτερα", του είπε η νεραϊδούλα γυρνώντας προς το μέρος του, και αυτό είδε την μορφή του να καθρεφτίζεται στον πάγο. Τα πεταλά του κατακίτρινα είχαν μεγαλώσει και είχαν γίνει όμορφα και ίσια σαν των άλλων λουλουδιών. Μόλις κατάλαβε ότι επιτέλους είχε ανθίσει πέταξε από τη χαρά του.
"Το όνομά σου... χει-μων-ανθός, και από εδώ η οικογένειά σου!", του είπε η νεράιδα, και του έδειξε μια παρέα από κίτρινα λουλουδάκια που κι αυτά είχαν ανθίσει μέσα στο καταχείμωνο. Ήταν όλα χειμωμανθοί που όλη τη χρονιά περίμεναν υπομονετικά τη σειρά τους μέχρι να έρθει ο κρύος Χειμώνας για να δείξουν την ομορφιά τους στα άλλα λουλούδια που μέσα στο κρύο μαραίνονταν.