ΈΝΑ ΤΟΠΙ ΘΑΛΑΣΣΗΣ κάποτε σε μια παραλία ήταν πολύ άτακτο και δεν άφηνε ποτέ τα άλλα είδη θαλάσσης σε ησυχία.
Όταν μια μέρα το κακό παράγινε, τα είδη θαλάσσης με πρώτη την τσάντα το επέπληξαν αυστηρά για αυτή του την κακή συνήθεια. «Εσείς φταίτε που δεν έχετε ποτέ όρεξη για παιχνίδι», τους είπε πίσω αυτό και πεισμωμένο αποφάσισε να τους αποδείξει πως θα μπορούσε εύκολα να βρει άλλη παρέα για παιχνίδι.
Πρώτα λοιπόν πετάχτηκε σε μια παρέα κοριτσιών που έπαιζαν τένις. Αυτές μόλις είδαν το τόπι να πετάγεται μέσα στα πόδια τους από το πουθενά αρχικά ενοχλήθηκαν, πιστεύοντας πως κάποιος τους το πέταξε σκόπιμα. Μετά από λίγο όμως, και αφού δεν είδαν κανέναν να πλησιάζει, έσπασαν πλάκα μαζί τους: άρχισαν να το χτυπούν δυνατά με τις ρακέτες, πετώντας το η μια στην άλλη ωσάν να ήταν μπαλάκι τένις. Το καλό μας τόπι, που λίγο άντεξε το χτύπημα απ’ το ξύλο της ρακέτας, έπεσε στη θάλασσα για να τους ξεφύγει. Αυτές πάλι, που λίγο ήθελαν να ασχοληθούν στα αλήθεια με ένα παιδικό τόπι, γύρισαν πίσω στο τένις με τις ρακέτες και το άφησαν ήσυχο.
Αφού πήρε το μάθημά του, το τόπι βγήκε από τη θάλασσα και πήγε και στάθηκε δίπλα στην τσάντα μιας ηλικιωμένης κυρίας η οποία εκείνη την ώρα έκανε ηλιοθεραπεία. «Αυτή τουλάχιστον δεν θα ‘χει τις ίδιες δυνάμεις να με χτυπάει όπως οι κοπέλες», σκέφτηκε το τόπι, όμως προς μεγάλη του έκπληξη, μόλις η ηλικιωμένη κυρία ξύπνησε και κατάλαβε ότι ένα παιδικό τόπι βρέθηκε κατά λάθος στην τσάντα της, του ‘ριξε μια τόσο δυνατή γροθιά για να το ξεφορτωθεί που αυτό βρέθηκε καταμεσίς στη θάλασσα. Τα βλέματα ολωνών στράφηκαν προς το άτακτο τόπι.
Το καλό μας τόπι όμως συνέχισε απτόητο να ψάχνει κάποιον για να παίξει. Έτσι άρχισε να πλησιάζει τους κολυμβητές έναν – έναν, οι οποίοι όμως το αγνοούσαν πιστεύοντας ότι άνηκε σε κάποιον άλλον. Όταν με τα πολλά είδε και απόειδε, πήγε σε έναν στρουμπουλό κυριούλη ο οποίος έκανε ηλιοθεραπεία με τα μάτια κλειστά ξαπλωμένος πάνω σε ένα στρώμα. Με μεγάλο ενθουσιασμό άρχισε να αναπηδά πάνω στην κοιλιά του για να τον ξυπνήσει.
Ο κυριούλης όμως, τόσο τρόμαξε μόλις άνοιξε τα μάτια του και αντίκρισε το τόπι, που απ΄ τον πανικό του τούμπαρε το στρώμα θαλάσσης και έπεσε μέσα στο νερό με θόρυβο. «Το τόπι φταίει, του επιτέθηκε!», αναφώνησαν τα άλλα είδη θαλάσσης και αυτό έγινε κατακόκκινο από ντροπή. Τόσο μάλιστα ντράπηκε που έκρυψε τα μούτρα του για να μη βλέπει. Ύστερα βγήκε έξω στην αμμουδιά και κρύφτηκε ανάμεσα στους πύργους και τα καστράκια που είχαν χτίσει τα παιδιά στην άμμο.
Με τα πολλά οι ώρες πέρασαν, ο κόσμος έφυγε από την παραλία. Ύστερα έπεσε το σκοτάδι και το τόπι δεν έλεγε να σηκωθεί απ’ τη θέση του. Τότε άκουσε τη φωνή μιας παρέας παιδιών, τα οποία είχαν έρθει το βράδυ στην παραλία για να την απολαύσουν μακριά απ’ τον πολύ κόσμο και με μόνο το φως των φαναριών. «Ένα τόπι ανάμεσα στα καστράκια!», αναφώνησαν αυτά και αφού το περιμάζεψαν και το καθάρισαν, του έδωσαν όνομα και άρχισαν να παίζουν μαζί του «τα μήλα».
Έτσι κι αυτό, χαρούμενο που βρήκε επιτέλους την παρέα που έψαχνε, πέρασε το υπόλοιπο βράδυ με τους καινούριους του φίλους, οι οποίοι πολύ περισσότερο χάρηκαν την παρέα του απ’ τον οποιοδήποτε άλλο.