ΈΝΑ ΚΑΛΑΘΑΚΙ ΚΟΛΑΤΣΙΟΥ κάποτε σε μια παραλία ήταν πολύ λαίμαργο και είχε την κακή συνήθεια να απλώνει χέρι πάνω στο κολατσιό των άλλων.
Μια μέρα όμως, τα είδη θαλάσσης το υποπτεύτηκαν και σκέφτηκαν να το βάλουν σε δοκιμασία. «Πόσο στοίχημα ότι μας τρώει το κολατσιό», είπαν οι σαγιονάρες και η ομπρέλα συμφώνησε να προσέχει.
Έτσι την πρώτη φορά, του εμπιστεύτηκαν ψωμοτύρι. Το καλαθάκι όπως ήταν φυσικό, το έκανε μια χαψιά, προσέχοντας ώστε η ομπρέλα που του έκανε σκιά να μη δει τίποτα. Φρόντισε μάλιστα να σκορπίσει ψίχουλα σε όλη την παραλία, λέγοντας στα είδη θαλάσσης ότι τάχα «το έφαγαν τα πουλιά».
Τη δεύτερη φορά, του εμπιστεύτηκαν κράκερ και μπισκότα. «Δύσκολο να μας πει πάλι για πουλιά και γλάρους», σκέφτηκαν τα είδη θαλάσσης και ύστερα πήγαν ανέμελα να κολυμπήσουν. Το καλαθάκι όπως ήταν φυσικό τα έκανε κι αυτά μια χαψιά και όταν γύρισαν να το ρωτήσουν τι απέγινε το κολατσιό τους, τους είπε πως το έφαγαν τα ψάρια.
Την τρίτη φορά του εμπιστεύτηκαν βερύκοκα. Έτσι κι αυτή τη φορά, το καλαθάκι κολατσιού τα έκανε μια χαψιά, προσέχοντας μάλιστα ώστε να κρύψει τα κουκούτσια στις ρίζες ενός μεγάλου δέντρου στο κοντινό δασάκι ώστε να κατηγορήσει τα ζώα. Λίγο πριν έρθει η ώρα όμως να γυρίσουν τα είδη θαλάσσης απ’ το μπάνιο τους, το καλαθάκι τόσο είχε βαρυστομαχιάσει που έγειρε στη σκιά του δέντρου και αποκοιμήθηκε.
Μόλις το είδαν με την κοιλιά πρησμένη να ροχαλίζει, έκαναν να το σκουντίσουν για να το ξυπνήσουν. Πριν καλά καλά προλάβουν όμως, ένα τόσο δα μικρό φύλλο έπεσε από το δέντρο πάνω στην πρησμένη απ’ τα πολλά βερύκοκα κοιλιά του καλαθιού και το τίναξε στον αέρα.
«Άσε να μαντέψουμε, έφαγες όλα τα βερύκοκα!», είπαν τα είδη θαλάσσης βλέποντας το καλαθάκι να ξυπνάει απότομα και να αποκαλύπτει τα κουκούτσια που είχε κρύψει στις ρίζες του δέντρου.
Αυτό πάλι, έγινε κατακόκκινο από ντροπή, αφού δεν πρόλαβε καν να δικαιολογηθεί. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα υποσχέθηκε πως θα διορθωθεί.