EΝΑ ΠΡΑΣΙΝΟ ΦΥΛΛΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα δέντρο ήθελε να διατηρήσει για πάντα τα χρώματά του ζωντανά. "Στην καρδιά μου είναι πάντα καλοκαίρι", έλεγε στα άλλα φύλλα του κλαδιού από το οποίο κρέμονταν, και χαμογελούσε. Αυτά πάλι απορούν με τη ζωντάνια του και τη θετική του ενέργεια.
Ώσπου κάποια στιγμή, ήρθε το φθινόπωρο. Τα άλλα φύλλα του δέντρου άρχισαν να αλλάζουν χρώμα: από πράσινα άλλα έγιναν κίτρινα, άλλα κόκκινα, και άλλα καφετί. Το ίδιο και στα άλλα δέντρα. Έτσι ολόκληρο το δάσος, από καταπράσινο που ήταν το καλοκαίρι, γέμισε με τα χρώματα του φθινοπώρου. Αλλά και το γρασίδι, τα φυτά και τα λουλούδια που τόσο καιρό άνθιζαν κάτω από τα δέντρα, κι αυτά με τη σειρά τους άρχισαν να χάνουν τη ζωντάνια τους.
Μόλις το φύλλο κατάλαβε τι είχε συμβεί γέμισε φόβο και τρόμο. "Μα εγώ θέλω να μείνω για πάντα πράσινο!", φώναξε στα άλλα φύλλα του δέντρου, βλέποντάς το χλωμό τους χρώμα. Αυτά πάλι του εξήγησαν πως χωρίς το φως του ηλίου αργά ή γρήγορα θα έχανε το πράσινό του χρώμα. Έπειτα του υπενθύμισαν πως το καλοκαίρι είχε περάσει και πως, όσο κι αν το καθυστερούσε, κάποια στιγμή θα έπεφτε από το δέντρο όπως όλα τους, αφού με το φθινόπωρο έρχονται και τα πρωτοβρόχια και ο ήλιος κρύβεται.
Το καλό μας φύλλο πάλι, ούτε να τα ακούει δεν ήθελε όλα αυτά. Έτσι λοιπόν σκέφτηκε να τεντωθεί και μαζί να τεντώσει και το κλαδί που το κρατούσε όσο πιο ψηλά γίνεται, ώστε να φτάνει πρώτο τις αχτίδες του ηλίου. "Και όταν μαζευτούν τα σύννεφα τι θα κάνεις;", το ρώτησαν αυτά μόλις κατάλαβαν τι πήγε να σκαρώσει. Και έτσι οι μέρες περνούσαν, και όσο δεν εμφανίζονταν τα σύννεφα, το φύλλο κατάφερνε να μένει πράσινο.
Όταν κάποια μέρα τα σύννεφα πύκνωσαν στον ουρανό και άρχισε να φυσάει άνεμος, τα φύλλα του δέντρου πανικοβλήθηκαν. Άλλα έγιναν κόκκινα απ’ την τρομάρα τους, άλλα πήδηξαν απ’ το δέντρο. Άλλα πάλι παρέμειναν στη θέση τους, περιμένοντας τη μοίρα τους. Το πράσινο φύλλο πάλι, βλέποντας τον ήλιο να χάνεται πίσω απ’ τα σύννεφα, ένιωθε να χάνει την ελπίδα του.
"Δεν με φοβίζουν εμένα τα σύννεφα", φώναξε, και τράβηξε το κλωνάρι του ακόμα περισσότερο για να το φτάνουν οι λιγοστές ακτίνες του ηλίου. Όμως τότε άρχισαν να πέφτουν πάνω του οι πρώτες ψιχάλες και να το βαραίνουν.
"Δεν με φοβίζουν εμένα οι σταγόνες της βροχής", φώναξε ξανά, και για ακόμη μια φορά τέντωσε το κλωνάρι του να πάει πιο ψηλά. Τότε ο άνεμος δυνάμωσε πολύ, ο κορμός του δέντρου λύγισε, και όσα φύλλα είχαν μείνει άρχισαν να πηδούν μόνα τους απ’ το δέντρο για να σωθούν.
"Δεν με φοβίζει εμένα κανένας άνεμος", φώναξε για τελευταία φορά το πράσινο φύλλο. Αυτή τη φορά τέντωσε το κλωνάρι τόσο δυνατά που τινάχτηκε και ξεκόλλησε από το δέντρο. Έφτασε λοιπόν τόσο ψηλά που πέρασε μέσα απ’ όλα τα σύννεφα, ώσπου έφτασε τον ίδιο τον ήλιο και έγινε αστέρι.
Έκτοτε λάμπει μαζί με τα άλλα αστέρια κάθε βράδυ, και όποτε ο ουρανός είναι καθαρός από σύννεφα μπορεί κανείς να το δει με γυμνό μάτι, αφού είναι το πιο λαμπερό και ζωντανό απ’ όλα τα αστέρια.