ΕΝΑ ΣΤΑΦΥΛΙ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα μανάβικο είχε την κακή συνήθεια να θυμώνει όταν δεν του έκαναν οι άλλοι τα χατήρια. Τόσος μάλιστα ήταν ο θυμός του, που κάθε φορά που θύμωνε, κοκκίνιζε ολόκληρο και γινόταν πιο κόκκινο κι από παντζάρι.
Τα άλλα φρούτα και λαχανικά του μανάβικου πάλι, το θεωρούσαν ανώριμο για αυτή του τη συμπεριφορά και το απέφευγαν. Και έτσι οι μήνες περνούσαν, και από κει που τα καλοκαίρια το σταφύλι ήταν άγουρο, μόλις ήρθε ο Σεπτέμβρης άλλαξε το φυσικό του χρώμα και από πράσινο που ήταν, έγινε κόκκινο. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά του κήπου παραξενεύτηκαν πολύ στην αρχή, όμως τις επόμενες μέρες, αφού είδαν πως όλο και κοκκίνιζε, πίστεψαν πως είχε θυμώσει πολύ. Έτσι άρχισαν να το αποφεύγουν και να του γυρνούν την πλάτη, από φόβο μην ξεσπάσει πάνω τους.
Το κακό λοιπόν παράγινε, όταν μια μέρα του Σεπτέμβρη που ακόμη είχε καλό καιρό, μάζεψαν τα μπανιερά τους και πήγαν στην παραλία χωρίς να του πουν τίποτα. Αυτό μόλις δεν βρήκε κανέναν στο μανάβικο πίστεψε ότι του έπαιζαν κρυφτό. Έτσι λοιπόν άρχισε να ψάχνει παντού, πίσω από τελάρα και κουτιά, και να ρωτάει: “Γιατί μου κρύβεστε;”.
Όταν με τα πολλά δεν είδε να του απαντάει κανείς, άρχισε να θυμώνει. Τότε είδη μπροστά του την Κλημεντίνη, η οποία έκανε ώρες ολόκληρες να ετοιμαστεί, με αποτέλεσμα εκείνη τη μέρα τα φρούτα να την ξεχάσουν πίσω. Αυτή μόλις είδε το σταφύλι έτσι κατακόκκινο, απ’ το φόβο της έτρεξε κατευθείαν και κρύφτηκε πίσω από έναν μεγάλο καθρέφτη στον οποίο είχε την κακή συνήθεια να κοιτιέται με τις ώρες.
Το σταφύλι έτρεξε να την πιάσει, όμως αυτή άρχισε να τρέχει σε κύκλους γύρω απ’ τον καθρέφτη για να του ξεφύγει. Μαζί και το σταφύλι, και σταματημό δεν είχαν, ώσπου κάποια στιγμή, με την άκρη του ματιού του είδε την ανάκλασή του στον καθρέφτη, και αναφώνησε: “Ποτέ μου δεν με έχω ξαναδεί έτσι κόκκινο!”.
Σαστισμένο, έμεινε να κοιτάει τον καθρέφτη με τις ώρες και να προσπαθεί να καταλάβει τι του είχε συμβεί. Η Κλημεντίνη πάλι, περπατώντας στις μύτες και όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, κατευθύνθηκε προς τον κήπο έξω απ’ το μανάβικο για να του ξεφύγει. Δεν πρόλαβε να φτάσει ως την εξώπορτα και το σταφύλι άρπαξε τον καθρέφτη και έτρεξε προς το μέρος της, φωνάζοντας: “Ο καθρέφτης σου είναι χαλασμένος και με δείχνει πιο κόκκινο απ’ ότι είμαι!”.
Έτσι οι δυο τους συνέχισαν το κυνηγητό, αυτή τη φορά έξω στον κήπο, το σταφύλι για να δώσει τον καθρέφτη πίσω στην Κλημεντίνη, και αυτή για να του ξεφύγει. Αφού έτρεξαν και έτρεξαν, η Κλημεντίνη με τα πολλά βρήκε μια κληματαριά γεμάτη ώριμα σταφύλια, την οποία σκαρφάλωσε για να σωθεί.
Τότε το θυμωμένο σταφύλι κοντοστάθηκε, και αφού ξανακοίταξε καλά τον εαυτό του στον καθρέφτη καθώς και τα σταφύλια της κληματαριάς, γέμισε περιέργεια να καταλάβει τι είχε συμβεί, αφού τόσο καιρό καμάρωνε για το πράσινο χρώμα του.
Τα σταφύλια τότε πάνω στην κληματαριά του είπαν: “Όπως αλλάζει ο καιρός και οι εποχές, έτσι αλλάζουμε και μεις χρώμα, όταν πια… ωριμάζουμε!”.
Μόλις το άκουσε, το σταφύλι δάκρυσε, αφού κατάλαβε πως οι εποχές που δεν του χάλαγε κανένας χατήρια από φόβο μην κοκκινίσει, είχαν φύγει ανεπιστρεπτί. “...Εγώ τουλάχιστον, ας μείνω για πάντα πράσινο”, σιγομουρμούρισε, σκουπίζοντας τα δάκρυά του.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση του, και πέρασε ένας αγρότης, ο οποίος το μάζεψε μαζί με όλα τα κόκκινα σταφύλια της κληματαριάς, και αφού τα έβαλε στο πατητήρι για να κάνει μούστο, με αυτά έφτιαξε το πιο νόστιμο κρασί.