ΜΙΑ ΟΜΠΡΕΛΑ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα νοικοκυριό αντιπαθούσε πολύ τη βροχή και έτσι καθόταν χρόνια ολόκληρα στην ομπρελοθήκη και τεμπέλιαζε, τάχα πως ήταν χαλασμένη και δεν μπορούσε να ανοίξει.
Ώσπου μια μέρα βροχερή του φθινοπώρου, έτυχε η νοικοκυρά να την πάρει μαζί της για να βγει έξω στην αγορά. Πάνω στην κρίσιμη στιγμή όμως, που τα σύννεφα πύκνωσαν και η βροχή άρχισε να πέφτει με δύναμη πάνω της, η ομπρέλα την άφησε να βραχεί, παριστάνοντας την κολλημένη. Τότε η νοικοκυρά, που βράχηκε απ' την κορφή ως τα νύχια απ' το μπουρίνι,, την πέταξε θυμωμένη στον κοντινό κάδο σκουπιδιών.
"Αν δεν πεθάνουμε απ' τη μπόχα, θα είναι από το κρύο...", σκέφτηκε η ομπρέλα και έπιασε τη μύτη της για να αντέξει τη δυσωδία των σκουπιδιών, όμως το κρύο του φθινοπώρου άρχισε να της τρυπάει το πανί. Έτσι λοιπόν κι αυτή έδωσε ένα σάλτο και βγήκε από τον κάδο, και άρχισε να ψάχνει άλλον ιδιοκτήτη να την πάρει σπίτι του για να ζεσταθεί.
Παρακάλεσε και παρακάλεσε, όμως δεν βρέθηκε κανένας περαστικός να τη μαζέψει, παρά μόνο ένας ζητιάνος, ο οποίος είχε έρθει για να ψαχουλέψει στα σκουπίδια. Αυτός την περιμάζεψε με πολλή φροντίδα και την πήγε στο κατάλυμα του. Καθ' οδόν όμως τον έπιασε ψιχάλα και έτσι αυτή τη φορά, για να μην ξαναέχει την ίδια τύχη, η καλή μας ομπρέλα έκανε να ανοίξει, όμως προς μεγάλη της έκπληξη κατάλαβε πως τα σίδερά της είχαν πιάσει σκουριά από την πολλή αχρηστία. Έβαλε τα κλάματα στην ιδέα πως πλέον ήταν χαλασμένη και πως δεν θα τα κατάφερνε ποτέ να ξανανοίξει, όπως παλιά.
"Χαλασμένη θα είναι... ας είναι", σιγομουρμούρισε ο ζητιάνος και προσπάθησε αρκετές φορές να την ανοίξει, όμως αυτή δεν άνοιγε ούτε μέχρι τα μισά. Αυτός όμως την πήρε, και την πήγε στη γωνιά του, σε ένα στενοσόκακο όπου είχε τοποθετήσει ένα βαρέλι με αναμμένα ξύλα για να ζεσταίνεται τις κρύες νύχτες του Φθινοπώρου. Η ομπρέλα στάθηκε δίπλα στο βαρέλι και αγαλλίασε μόλις ένιωσε τη ζεστασιά της φλόγας να στεγνώνει τη βροχή από πάνω της.
"Αυτό θα είναι το σπίτι μου από δω και πέρα;", αναρωτήθηκε και άρχισε να συμβιβάζεται στην ιδέα πως μια σκουριασμένη ομπρέλα δεν θα είχε θέση σε μια ομπρελοθήκη ενός κανονικού νοικοκυριού.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση της και φύσηξε δυνατός άνεμος ο οποίος την πήρε από τα χέρια του ζητιάνου και την άνοιξε διάπλατα. Τόσο δυνατό ήταν μάλιστα το φύσημα του ανέμου, που τα σίδερά της έσπασαν και η ομπρέλα πέταξε μίλια ολόκληρα μακριά, ώσπου με τα πολλά κόλλησε πάνω στα σκουριασμένα σύρματα ενός φράχτη κοντά στο λιμάνι της πόλης.
Την επόμενη μέρα, τα κομμάτια της περιμάζεψε ένας ψαράς, ο οποίος, αφού μπάλωσε το σκισμένο της πανί και αφαίρεσε τη σπασμένη βάση της, την μετέτρεψε με πολύ κόπο σε τέντα για τη ψαρόβαρκά του.
Από τότε οργώνουν μαζί τα πέλαγα και αυτή φροντίζει να τον προστατεύει πάντα από μπόρες και μπουρίνια, μα και απολαμβάνει τη ζεστασιά του ηλίου, όταν αυτός βγαίνει ψηλά στον ουρανό μαζί με το ουράνιο τόξο μετά τη βροχή.