ΕΝΑ ΜΑΝΙΤΑΡΙ ΚΑΠΟΤΕ είχε την κακή συνήθεια να μην παίρνει ποτέ ομπρέλα όταν έβγαινε από το μανάβικο.
Ώσπου κάποια στιγμή που ήρθε το Φθινόπωρο και τα σύννεφα στον ουρανό πύκνωσαν και τα φρούτα και τα λαχανικά του μανάβικου έτυχε να λάβουν πρόσκληση για ένα πιτζάμα - πάρτυ στην άλλη μεριά του κήπου. Το καλό μας μανιτάρι απόρησε πολύ μόλις τα είδε να φορούν αδιάβροχα πάνω από τις πιτζάμες, να βάζουν μπότες και να παίρνουν ομπρέλες, αφού πίσω από τα λιγοστά σύννεφα στον ουρανό έβλεπε τον ήλιο να λάμπει. "Θα σας δω εκεί", είπε στα άλλα φρούτα και λαχανικά πιστεύοντας ότι αργούσαν να ετοιμαστούν και κίνησε για το πάρτυ δίχως να πάρει ομπρέλα, παρά μόνο φορώντας την πιτζάμα του.
Δεν πρόλαβε να κάνει μερικά μέτρα και άρχισαν να πέφτουν πάνω του οι πρώτες ψιχάλες. "Δεν είναι τίποτα, νεράκι είναι!", είπε στα άλλα φρούτα και λαχανικά που είδε στο δρόμο του. Γέλασε δε πολύ μαζί τους μόλις αυτά έβγαλαν ομπρέλα για να προφυλαχτούν από τις ψιχάλες, εφόσον αυτό χάρη στο σχήμα του είχε φυσική προστασία από την βροχή. Έτσι συνέχισε να περπατάει ανέμελο, ώσπου στα μισά της διαδρομής το έπιασε κανονική βροχή.
Σκέφτηκε δε να περιμένει κάτω από ένα δέντρο και να περιμένει. "Δεν είναι τίποτα, βροχούλα είναι!", είπε στα άλλα φρούτα και λαχανικά τα οποία το προσπερνούσαν, φορώντας μπότες για τις λάσπες και αδιάβροχα για τη βροχή και κρατώντας ομπρέλες.
Με τα πολλά, και αφού είδε πως η βροχή άρχισε να κοπάζει, σκέφτηκε να βγει απ' την κρυψώνα του και να συνεχίσει το δρόμο του. "Αρκεί να προσέξω να μην βραχεί η πιτζάμα", είπε και έβαλε τα δυνατά του να φτάσει στο πάρτυ, πότε τρέχοντας και πότε πηγαίνοντας από υπόστεγο σε υπόστεγο. Όταν με τα πολλά έφτασε στην άλλη άκρη του κήπου, είδε με ανακούφιση το σπίτι όπου θα γινόταν το πάρτυ.
Δεν πρόλαβε όμως να κάνει δυο μέτρα και ακριβώς από πάνω του στάθηκε ένα σύννεφο το οποίο το έκανε μούσκεμα από την κορυφή ως τα νύχια. "Κοίτα να δεις λοιπόν που δεν ήρθες σε πιτζάμα πάρτυ αλλά σε... μουσκίδι πάρτυ!", του είπαν τα άλλα φρούτα και λαχανικά μόλις το αντίκρισαν, καθώς αυτό έκλεινε την πόρτα για να γλιτώσει τη βροχή, και ξέσπασαν σε γέλια μαζί του. Έπειτα του έδωσαν πετσέτα να σκουπιστεί καθώς και μια αλλαξιά ρούχα να βάλει για να μην κρυώνει.
Από τότε, και αφού το πήρε το μάθημά του, δεν ξαναβγήκε έξω στον κήπο με συννεφιασμένο ουρανό και χωρίς ομπρέλα, ούτε και ξαναγέλασε με όσους προνοούν να φορούν αδιάβροχα και μπότες.