ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα κούτσουρο απελέκητο, το οποίο κάθε φορά που ερχόταν το φθινόπωρο και ξεκινούσαν τα σχολεία βαριόταν πολύ να διαβάσει και να κάνει τις εργασίες του στο σπίτι. Έτσι όποτε το ρωτούσαν, αυτό έλεγε μονίμως ψέματα πως τάχα είχε ξεχάσει τα τετράδιά του ή πως σημείωσε λάθος άσκηση να κάνει.
Ώσπου μια μέρα που η δασκάλα έβαλε σε όλα τα κούτσουρα της τάξης διαγώνισμα. Όπως ήταν φυσικό, το καλό μας κούτσουρο είχε πάει αδιάβαστο, και έτσι όταν ήρθε η ώρα να πάρει βαθμούς δεν απόρησε καθόλου με την κουλούρα που πήρε. "Ίσως φταίει που είσαι κούτσουρο απελέκητο", του είπαν τα άλλα κούτσουρα και έβαλαν τα γέλια με το πάθημά του, αφού είχαν καταλάβει πως κοιτούσε με πονηριά να γλιτώσει τις εργασίες.
"Δεν ξέρω τι είναι πιο κακό: που δεν διαβάζεις, ή που μας λες ψέματα κάθε φορά", του είπε η δασκάλα αυστηρά. Αυτό τότε στενοχωρήθηκε πολύ, και σκέφτηκε πως τα προβλήματά του θα τελείωναν αν έβρισκε κάποιον να το πελεκήσει, ώστε να γίνει σαν τα άλλα κούτσουρα... "πελεκημένο".
Πήγε λοιπόν μια βόλτα στο δάσος για να σκεφτεί. Περπάτησε και περπάτησε, ώσπου κάποια στιγμή είδε μπροστά του κομμένα ξύλα στοιβαγμένο σε σωρό και κατάλαβε πως κάποιος ξυλοκόπος θα βρισκόταν εκεί κοντά. Τόσο χάρηκε μόλις η υποψία του βεβαιώθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω, που με ένα σάλτο πήδηξε στο κάρο του ξυλοκόπου, ο οποίος εκείνη τη στιγμή έκοβε ένα μεγάλο δέντρο, και κάθισε ήσυχα ήσυχα μαζί με τα άλλα κούτσουρα. Λίγο αργότερα ο ξυλοκόπος, με την άμαξα γεμάτη φρεσκοκομμένα ξύλα, κίνησε για την αγορά να τα πουλήσει.
"Ξύλα για το τζάκι! Ξύλα για το τζάκι!", φώναξε καθώς έστηνε τον πάγκο του. Το καλό μας ξύλο όμως τότε σιγομουρμούρισε: "Αν με πετάξουν στο τζάκι, δεν θα πελεκηθώ, μα θα γίνω κάρβουνο".
"Ξυλουργό να βρεις τότε, και όχι ξυλοκόπο", του είπε ένα άλλο κούτσουρο που καθόταν δίπλα του και το κρυφάκουσε που σιγομουρμούριζε. Και έτσι το κούτσουρο, που λίγο ήξερε τι διαφέρει ο ένας απ' τον άλλο, πήδηξε για ακόμη μια φορά από το κάρο και άρχισε να ψάχνει, αυτή τη φορά για ξυλουργό.
Γύρισε όλο το χωριό ώρες ατελείωτες, χωρίς να βγάλει άκρη. Τότε βρέθηκε στο διάβα του ένα τούβλο, το οποίο του έδειξε το δρόμο για το εργαστήρι του ξυλουργού. Για να σιγουρευτεί μάλιστα ότι δεν θα χαθεί, το πήρε και πήγαν παρέα ως εκεί.
"Τι όμορφα πράγματα που έχει σκαλίσει!", είπε το κούτσουρο μόλις είδε την βιτρίνα έξω από το σπίτι του. Και πράγματι ο ξυλουργός με πολύ μεράκι είχε φτιάξει πραγματικά αριστουργήματα δουλεύοντας το ξύλο: από έπιπλα, σκεύη μαγειρικής και παιχνίδια για παιδιά, μέχρι ξύλινα αγάλματα και μαριονέτες.
"Εύχομαι να σε πελεκήσει και σένα και να γίνεις κούτσουρο πελεκημένο σαν κι αυτά", του είπε το τούβλο με στεναχώρια μεγάλη, αφού αυτό δεν ήταν από ξύλο και θα έμενε μια ζωή τούβλο. Και με αυτά τα λόγια το άφησε να συναντήσει την τύχη του.
Τότε το κούτσουρο μάζεψε όλο του το θάρρος, και αφού χτύπησε την μισάνοιχτη πόρτα του ξυλουργού, του συστήθηκε. "Είμαι ένα κούτσουρο απελέκητο, και ήρθα για να με πελεκήσεις", του είπε. Αυτός σάστισε που το άκουσε, όμως στη συνέχεια το καλωσόρισε στο εργαστήρι του. Κάθισαν μάλιστα παρέα κοντά στο τζάκι, όπου το κούτσουρο του εξήγησε την ιστορία του με τη ζεστασιά της φωτιάς που έκαιγε εκείνη την ώρα.
Μόλις ολοκλήρωσε την ιστορία για τα ψέματα στη δασκάλα, είδε τον ξυλουργό να σηκώνεται αργά - αργά, δίχως να βγάλει λέξη και να παίρνει τα εργαλεία του από τον πάγκο: ένα σκαρπέλο, ένα κοπίδι και ένα πριόνι. Το κούτσουρο κατατρόμαξε μόλις τα είδε και έκανε να φύγει. "Εμπιστεύσου με!", του είπε ο ξυλουργός, και αφού του ζήτησε να κλείσει τα μάτια άρχισε να το πελεκάει.
Λίγη ώρα αργότερα, και αφού ίδρωσε για να τα καταφέρει, του ζήτησε να ξανανοίξει τα μάτια και να κοιταχτεί στον καθρέφτη. "Έγινα... Πινόκιο!", αναφώνησε το κούτσουρο από την χαρά του, που πλέον είχε χέρια, πόδια και κεφάλι, καθώς και μια μεγάλη μύτη, για να θυμίζει τα ψέματα που έλεγε στη δασκάλα τόσα χρόνια. Αφού εντυπωσιάστηκε με το ταλέντο του ξυλουργού, τον ευχαρίστησε από τα βάθη της καρδιάς του που το πελέκησε και έγινε ωσάν άνθρωπος.
Από τότε κάθισε σε μια αναπαυτική καρέκλα στη βιτρίνα του εργαστηρίου, ώσπου μια μέρα ένα παιδάκι που είχε κι αυτή την κακή συνήθεια να λέει ψέματα, ζήτησε από την μαμά του να του το αγοράσει ώστε να τα σταματήσει.