ΜΙΑ ΣΤΑΓΟΝΑ ΝΕΡΟΥ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα σύννεφο φοβόταν πολύ τα ύψη. "Δεν έχει νόημα, αφού κάποια μέρα όλες μαζί θα πέσουμε στη γη", της έλεγαν οι άλλες σταγόνες στο σύννεφο για να την καθησυχάσουν. Μάταια όμως, αφού δεν έλεγε να το χωρέσει ο νους της.
Ώσπου μια μέρα του φθινοπώρου το σύννεφο έγινε γκρίζο. Και ύστερα μαύρο, και άρχισε να ρίχνει κεραυνούς και αστραπές. Η καλή μας σταγόνα πάγωσε από τον φόβο της, αφού κατάλαβε πως είχε έρθει η ώρα για αυτό που τόσο καιρό της έλεγαν οι άλλες σταγόνες. Τότε σκέφτηκε να αφήσει πρώτες τις άλλες να πηδήξουν, αφού έδειχναν πιο θαρραλέες και ακριβώς κάτω από το σύννεφο υπήρχε δάσος με ψηλά δέντρα και βράχους. Η πτώση σίγουρα θα πονούσε.
Η μια μετά την άλλη λοιπόν οι σταγόνες που βρισκόταν δίπλα της άρχισαν να μαζεύουν θάρρος και να πέφτουν από το σύννεφο. Αυτή έμεινε να τις κοιτάζει. Όταν κάποια στιγμή την κατάλαβαν, βρέθηκε μια σταγόνα να της πει: "Αφού φοβάσαι, γιατί δεν πέφτεις με αλεξίπτωτο;"
Και έτσι η καλή μας σταγόνα, που τόσο είχε φοβηθεί, έφαγε όλο τον κόσμο να βρει αλεξίπτωτο. Και που το βρήκε όμως, λίγο καλό της έκανε, αφού συνέχισε να ψάχνει δικαιολογίες και να ροκανίζει το χρόνο, λέγοντας στις άλλες σταγόνες πως το αλεξίπτωτο δήθεν είχε πολλές οδηγίες χρήσης τις οποίες δεν προλάβαινε να διαβάσει.
Κάποια στιγμή όμως είδε το σύννεφο να κατευθύνεται προς την κορυφή ενός χιονισμένου βουνού. "Πήδα όσο είναι καιρός για να σωθείς!", τις φώναξαν οι άλλες σταγόνες γεμάτες τρόμο, και η μια μετά την άλλη, όσες είχαν απομείνει δηλαδή, πηδούσαν στο κενό. Τότε η καλή μας σταγόνα το πήρε απόφαση: φόρεσε το αλεξίπτωτο και με όσο θάρρος μπόρεσε να μαζέψει, έπεσε κι αυτή να σωθεί.
Μόλις έφτασε στα χίλια μέτρα από το έδαφος έκανε να ανοίξει το αλεξίπτωτο. Για κακή της τύχη όμως αυτό κόλλησε και δεν έλεγε να ανοίξει με τίποτα. "Χαλασμένο θα είναι", σκέφτηκε και άρχισε να το τραβάει ακόμη πιο δυνατά, αλλά μάτια. Τότε κοίταξε από ψηλά, και είδε ακριβώς από κάτω της να βρίσκεται ένας βράχος.
Και έπειτα στα πεντακόσια μέτρα, και καθώς έβλεπε να πλησιάζει στο βράχο, πάλι τράβηξε το μηχανισμό, όμως το αλεξίπτωτο δεν έλεγε με τίποτα να ξεκολλήσει. Και έτσι η σταγόνα έμεινε να πέφτει από ψηλά και να μετράει στιγμές.
Και έπειτα στα εκατό μέτρα έκανε την τελευταία προσπάθεια, όμως το αλεξίπτωτο είχε κολλήσει για τα καλά. "Δεν υπάρχει κανένας να με βοηθήσει", σιγομουρμούρισε και έκλεισε τα μάτια της να μην βλέπει, σίγουρη πως θα έπεφτε πάνω στο βράχο και θα διαλύονταν.
Όταν τα άνοιξε, κατάλαβε πως δεν είχε πέσει σε βράχο, αλλά σε λίμνη. Απόρησε πολύ που σώθηκε κατ' αυτό τον τρόπο, αφού από ψηλά δεν είχε δει παρά μόνο κοφτερά βράχια και μυτερά δέντρα. Έπειτα κολύμπησε ως την επιφάνεια του νερού, όπου είδε μια βρεγμένη κουκουβάγια να κάθεται στο κλαδί ενός δέντρου.
"Οι σταγόνες φίλες σου που είχαν το θάρρος να πέσουν πριν από εσένα σε έσωσαν", της είπε αυτή, και της εξήγησε πως οι πρώτες σταγόνες έκαναν λίμνη μεταξύ τους για να σώσουν η μια την άλλη, και πως σε αυτές χρωστούσε το ότι ήταν τώρα ζωντανή και όχι στο αλεξίπτωτο.
"Και τώρα πως θα τους αποδείξω εγώ πίσω το θάρρος μου;", ρώτησε η σταγόνα την κουκουβάγια, που κατάλαβε πως με τη δειλία δεν πήγε ποτέ κανείς μπροστά.
"Είναι απλό: θα περιμένεις να ξαναβγεί ο ήλιος", της είπε, και πέταξε μακριά. Μετά από λίγη ώρα βγήκε ήλιος με δόντια, ο οποίος εξάτμισε τις σταγόνες και τις έστειλε πάλι ψηλά στον ουρανό, όπου σχημάτισαν νέα σύννεφα, πάλι απ' την αρχή.