EΝΑ ΡΟΛΟ ΑΧΥΡΟ ΚΑΠΟΤΕ σε ένα χωράφι ήταν τεμπέλικο και βαριόταν πολύ να κάνει μπάνιο. Και έτσι ο καιρός περνούσε και αυτό είχε αρχίσει να μυρίζει άσχημα. Ώσπου κάποια στιγμή ένας ψύλλος που το περιτριγυρνούσε μέρες ολόκληρες, του όρμησε και άρχισε να το γαργαλάει.
Τότε το έπιασε φαγούρα μεγάλη και αυτό άρχισε να ξύνεται σε όλο του το σώμα. Ξύθηκε και ξύθηκε, ώσπου κάποια στιγμή χόρτασε ξύσιμο και ψάχτηκε παντού για να δει που θα μπορούσε να έχει κρυφτεί ο ψύλλος. Όσο περισσότερο όμως τον έψαχνε, τόσο περισσότερο αυτός κρυβόταν. Έπειτα πάλι έβγαινε από τις κρυψώνες του και το φαγούριαζε όλο και παραπάνω.
Αφού το ρολό είδε και απόειδε, ζήτησε τη βοήθεια της τσουγκράνας. "Βοήθησέ με να ξυστώ",της είπε, και αυτή με μεγάλη χαρά δέχθηκε να το βοηθήσει, πιστεύοντάς το υποχρέωσή της. Το έξυσε λοιπόν τόσο δυνατά που η φαγούρα του πέρασε τελείως. Όσο κι αν έψαξε όμως, δεν κατάφερε να βρουν τον ψύλλο, αφού δύσκολο πράμα να βρει κανείς ψύλλο στα άχυρα.
Έτσι μετά από λίγο και αφού η τσουγκράνα απομακρύνθηκε, ο ψύλλος πάλι άρχισε να φαγουριάζει το ρολό. Τόσο δυνατό ήταν το φαγούριασμά του μάλιστα αυτή τη φορά που το ρολό άρχισε να τρέχει στο χωράφι σαν τρελό και λογής λογής μαύρα κοράκια το πήραν ξωπίσω στο κυνηγητό χάρη στην άσχημη μυρωδιά του. Δεν έβλεπε που πήγαινε.
Με τα πολλά έπεσε μέσα σε ένα ποτάμι και τα άχυρα του ρολού διαλύθηκαν στο νερό. Μαζί και ο ψύλλος, ο οποίος δεν ήξερε κολύμπι και έτσι τον παρέσυρε το ρεύμα. Τα κοράκια πάλι, που τόσο φοβόντουσαν το νερό, έμειναν να κοιτούν το άχυρο από ψηλά και να γελούν με το πάθημά του.
Μετά από λίγο εμφανίστηκε ένας αγρότης, ο οποίος με τη βοήθεια της τσουγκράνας έδιωξε τα κοράκια μακριά. Έπειτα με πολλή υπομονή μάζεψε τα κομμάτια άχυρο από το νερό, τα στέγνωσε στον ήλιο, και με αυτά έφτιαξε ένα χαριτωμένο σκιάχτρο, στο οποίο έβαλε καπέλο, μπλούζα, καθώς και μια σκούπα στο χέρι να κρατάει για να διώχνει τα κοράκια.
Από τότε το άχυρο πήρε το μάθημά του και κατάλαβε πως απ' το να μπλέκει κανείς με ψύλλους, προτιμώτερο το να κάνει μπάνιο στην ώρα του.