ΜΙΑ ΤΣΟΥΓΚΡΑΝΑ ΚΑΠΟΤΕ σε έναν κήπο ήταν πολύ τεμπέλα και κάθε φορά που ερχόταν η σειρά της να καθαρίσει διαρκώς έβρισκε δικαιολογίες για να το αναβάλει. Και έτσι οι μέρες περνούσαν, και μαζί οι εποχές, ώσπου ένα ωραίο φθινόπωρο που ξύπνησε από τον βαθύ της ύπνο, βρέθηκε να είναι καλυμμένη με λογής λογής πεσμένα φύλλα δέντρων.
"Εσύ είσαι πιο τεμπέλα κι από μένα", της είπε ένας γάιδαρος που είχε ξαπλώσει εκεί κοντά στο πλάι της το προηγούμενο βράδυ. Έπειτα σηκώθηκε στα τέσσερά του πόδια, τίναξε τα φύλλα από πάνω του, και της έδειξε τον κήπο, ο οποίος ήταν τόσο γεμάτος φύλλα που δεν μπορούσε να περπατήσει κανείς σε αυτόν.
"Αν είναι δυνατόν, να με πει εμένα τεμπέλα ένα... γαϊδούρι", σιγομουρμούρισε αυτή και έπιασε απευθείας δουλειά για να του αποδείξει πόσο λάθος είχε. Έτσι άρχισε να καθαρίζει και να καθαρίζει, και ό,τι φύλλο έβρισκε μπροστά της με πολλή υπομονή το μάζευε και το άφηνε μέσα σε μια μεγάλη μαύρη σακούλα σκουπιδιών. Αφού ίδρωσε και μόχθησε πολύ, μετά από αρκετή ώρα κάθισε να ξαποστάσει. Με μεγάλη της χαρά παρατήρησε πως σχεδόν είχε τελειώσει.
"Τα κατάφερα!", φώναξε στον γάιδαρο, για να του δείξει πως άδικα την κατηγόρησε, κι αυτός συμφώνησε πως είχε κάνει όντως πολύ καλή δουλειά. Δεν πρόλαβε όμως να ξαποστάστει λίγο και είδε να φυσάει ένας πολύ δυνατός άνεμος, ο οποίος άρχισε να ρίχνει κι άλλα φύλλα κάτω και να της χαλάει όλη τη δουλειά.
Πάνω στον πανικό της άρχισε να κάνει ακροβατικά για να προλάβει τα φύλλα πριν φτάσουν στο έδαφος. Όσο περισσότερο τεντωνόταν, τόσο ο άνεμος φούντωνε και έριχνε ακόμη περισσότερα φύλλα κάτω με μανία. Πεισμωμένη συνέχισε τον αγώνα της, χωρίς όμως να καταφέρνει τίποτα, αφού τα φύλλα ήταν τόσο πολλά που είχε χάσει το μέτρημα. Ώσπου κάποια στιγμή κουράστηκε και έβαλε φωνή δυνατή στα δέντρα: "είναι άδικο, τα παρατάω!".
Αυτά τότε ξέσπασαν σε δυνατά γέλια μαζί της, αφού τόσο καιρό τεμπέλιαζε και στην πρώτη δυσκολία είπε να τα παρατήσει. Τα φύλλα όμως που έπεφταν κάτω απ' τη δύναμη του ανέμου την κατάλαβαν και την λυπήθηκαν. "Χόρεψε μαζί μας", της είπαν, και άρχισαν να πέφτουν αργά ώστε να τη βοηθήσουν να τα προλάβει.
Αυτή πάλι μόλις το άκουσε ενθουσιάστηκε, αφού τόσο καιρό έβλεπε το καθάρισμα σαν αγκαρία και όχι σαν ευκαιρία για χορό. Έτσι άρχισε να κινείται στον ίδιο ρυθμό με τον οποίο έπεφταν τα φύλλα, πιάνοντάς τα στον αέρα ένα - ένα, ακριβώς στην ώρα που έπρεπε ώστε να μην προλάβει να φτάσει κανένα στο έδαφος πριν το μαζέψει. Αυτά βλέποντάς την να το καταφέρνει σιγά - σιγά επιτάχυναν ώστε να την δυσκολέψουν τόσο, ώστε να επιταχύνει κι αυτή χωρίς να τα παρατήσει. Λίγη ώρα μετά, και αφού η τσουγκράνα έμαθε να κινείται με τόσο μεγάλη ευκολία και ρυθμικότητα ώστε να τα προλαβαίνει όλα, όλα τα δέντρα του κήπου, μαζί και ο γάιδαρος, την καταχειροκρότησαν και παραδέχθηκαν την αξία της.
Η καλή μας τσουγκράνα πάλι, τόσο χάρηκε για το χειροκρότημα, που από εκείνη τη μέρα άρχισε να βλέπει τις εργασίες στον κήπο σαν ευκαιρία να εξασκήσει το ταλέντο της στο χορό αντί για αγκαρία.