EΝΑ ΚΑΠΕΛΟ ΜΑΓΙΣΣΑΣ ΚΑΠΟΤΕ σε μια ντουλάπα ένιωθε πολύ μοναχούλι του, αφού κανένα από τα άλλα ρούχα στα ράφια δεν ήθελε την παρέα του. "Ίσως είμαι από άλλο παραμύθι", σκεφτόταν αυτό κάθε φορά που έβλεπε τα άλλα ρούχα να το κοιτούν τρομαγμένα. Έτσι λοιπόν μια ωραία μέρα αποφάσισε να φύγει από τη ντουλάπα και να ψάξει να βρει κατάλληλη στολή στην οποία θα ταίριαζε πραγματικά.
Έτσι σκέφτηκε να επισκεφτεί ένα μαγαζί με στολές. Ξεχύθηκε στους διαδρόμους του και ψάχνοντας συνάντησε λογής λογής φορεσιές, άλλες παραμυθένιες και άλλες απλές και καθημερινές, τις οποίες άρχισε να δοκιμάζει.
Πρώτη βρήκε μια στολή ιππότη με πανοπλία, αλλά αποφάσισε πως δεν θα κολλούσε με τα άλλα εξαρτήματα που ήταν φανταχτερά και ασημένια. Ύστερα σε μια στολή βασιλοπούλας, η οποία όμως λαμπίριζε τόσο που το θάμπωνε και δεν μπορούσε να δει. Και έπειτα σε στολή νάνου, σε στολή γοργόνας και σε στολή πρίγκιπα, όμως δεν ταίριαζε πραγματικά σε καμία, παρά μόνο απορούσε που τα εξαρτήματα της κάθε στολής τρόμαζαν μαζί του.
"Ίσως εδώ ταιριάξω καλύτερα", είπε, και μπήκε τελευταία ως καπέλο σε μια στολή νεράιδας. Μόλις όμως έκανε να κοιταχτεί στον καθρέφτη, τα άλλα ρούχα και αξεσουάρ του μαγαζιού ξέσπασαν σε γέλια μαζί του, αφού ήταν πραγματικά απρόσμενο θέαμα για ένα μαύρο καπέλο μάγισσας να έχει ταιριάξει σε στολή νεράιδας.
"Μα... πουθενά δεν ταιριάζω;", είπε αυτό στενοχωρημένο και απ' την ντροπή του έβαλε τα κλάματα. Και έτσι, άρχισε να τρέχει για να γλιτώσει απ' τα γέλια των ρούχων στο κατάστημα. Βγήκε από το μαγαζί με τις στολές και έτρεξε τόσο που έφτασε σε ένα δάσος. Αλλά και εκεί του φάνηκε πως τα φύλλα των δέντρων γελούσαν μαζί του. Και όσο περισσότερο προσπαθούσε να κρυφτεί, τόσο του φαινόταν πως τα γέλια τους δεν έλεγαν να σταματήσουν.
Αφού έτρεξε αρκετά μέσα στην άγρια νύχτα και τα δάκρυα απ' τα μάτια του πότισαν το έδαφος, βρήκε ένα χωράφι σε ένα ξέφωτο στη μέση του οποίου ήταν ένα άσχημο σκιάχτρο χωρίς καπέλο.
"Ίσως εδώ ταιριάζω", σκέφτηκε, και έριξε ένα σάλτο για να μπει καπέλο στο σκιάχτρο. Έπειτα έκανε να ακούσει αν τα φύλλα του δάσους γελούσαν ακόμη μαζί του, όμως στο δάσος έπεσε απόλυτη ησυχία.
Και θα έμενε εκεί για πάντα, να κοιτάει το φεγγαρόφως, αν από την άλλη άκρη του δάσους δεν ακούγονταν το γέλιο μιας μάγισσας από παραμύθι, η οποία με σβέλτες κινήσεις πέταξε ως το μέρος του με το σκουπόξυλό της, το φόρεσε, και έφυγε μακριά ως τα αστέρια.