ΜΙΑ ΚΛΗΜΕΝΤΙΝΗ ΚΑΠΟΤΕ σε έναν κήπο ήταν πάντα ευωδιαστή, και όλοι τη ζήλευαν για το φυσικό της άρωμα.
Μια μέρα του φθινοπώρου όμως, που τα κρύα είχαν αρχίσει να φουντώνουν και δυνατοί άνεμοι φυσούσαν στον κήπο, η κλημεντίνη ταράχθηκε πολύ μόλις είδε μια ελιά με την οποία έκαναν κολλητή παρέα, να ζαρώνει και να πέφτει απ’ το δέντρο.
“Θα γίνω και γω έτσι;”, τρόμαξε η κλημεντίνη και γέμισε φόβο στην ιδέα ότι θα έχανε τη φυσική της ευωδία και το δέρμα της θα ζάρωνε.
“Όπως όλοι μας, αφού τίποτα δεν διαρκεί για πάντα”, της είπαν οι άλλες ζαρωμένες ελιές στο δέντρο. Έτσι κι αυτή, τρομοκρατημένη, άρχισε να περιεργάζεται τρόπους για να μείνει για πάντα νέα.
Αφού έψαξε πολύ λοιπόν, βρήκε ένα κατάστημα με λογής λογής καλλυντικά και κρέμες προσώπου. Αφού τις δοκίμασε όλες, προμηθεύτηκε μόνο τις καλύτερες από αυτές, οι οποίες ήταν και οι πιο ακριβές, ξοδεύοντας όλα της τα χρήματα. Προς μεγάλη της έκπληξη όμως, δεν είδε καμία βελτίωση μέσα στις επόμενες ημέρες, παρά μόνο η φλούδα της συνέχισε να ζαρώνει.
Όταν μια απ’ τις επόμενες ημέρες έτυχε να τη δει το φαντασμένο ραπανάκι, που πίστευε πως ήξερε τα πάντα από Ιατρική, να κουβαλάει σακούλες ολόκληρες με κρέμες και αποτέλεσμα να μη βλέπει, σκέφτηκε να την πιάσει κορόιδο, πουλώντας της γιαούρτι του εμπορίου για κρέμα προσώπου.
Έτσι λοιπόν της είπε: “έχω μια κρέμα να σου προσφέρω, από Κινέζο σοφό. Θα σου κοστίσει κάτι παραπάνω, όμως θα έχεις σίγουρα αποτελέσματα”. Η κλημεντίνη μόλις το άκουσε πέταξε από τη χαρά της μόλις το άκουσε. Την αγόρασε όσο – όσο, και ούτε που κατάλαβε πως της είχε πουλήσει γιαούρτι, σαν αυτά που έβρισκε κανείς στα ράφια του σούπερ-μάρκετ.
Μόλις την πήρε, την άλοιψε στο πρόσωπό της, και αφού έβαλε και δυο αγγούρια στα μάτια της, ξάπλωσε και έκανε ηλιοθεραπεία. Τα άλλα φρούτα και λαχανικά πάλι, μόλις μύρισαν το γιαούρτι, ξέσπασαν σε γέλια και σταματημό δεν είχαν. “Εσύ, που μύριζες τόσο ωραία, να καταλήξεις να σε κοροϊδεύει το ραπανάκι και να μυρίζεις γιαούρτι;”, της είπαν, όμως αυτή δεν έλεγε να το πιστέψει, παρά μόνο περίμενε να δράσει η μάσκα ομορφιάς για να γελάσει πίσω μαζί τους.
Μετά από λίγα λεπτά όμως φύσηξε δυνατός άνεμος, ο οποίος της πήρε τα αγγούρια απ’ το πρόσωπο. Τρομαγμένη έτρεξε μέσα στον κήπο να τα προλάβει, όμως όσο περισσότερο έτρεχε, τόσο περισσότερο αυτά απομακρύνονταν. Κι έτσι αυτή κατέληξε να έχει τρέξει χιλιόμετρα ολόκληρωα, σκορπώντας το γιαούρτι στο διάβα της. Όταν με τα πολλά ο άνεμος καταλάγιασε και αυτή κατάφερε να τα περιμαζέψει από κάτω, δεν είχε μείνει ούτε ίχνος γιαουρτιού στο πρόσωπό της.
“Και τώρα; Θα ζαρώσω και θα μυρίζω άσχημα;”, αναρωτήθηκε η κλημεντίνη και έβαλε τα κλάματα.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τη φράση και πέρασε μια νοικοκυρά απ’ τον κήπο, η οποία την περιμάζεψε, τη μύρισε καλά καλά μέχρι να χορτάσει τη μυρωδιά της, και έπειτα την πήγε σπίτι της, όπου την έκανε γλυκό – κομπόστα, ώστε να διατηρήσει την ευωδία της για πάντα.